"Το Αρχοντικό της Σιωπής"
Δείτε τα προηγούμενα
Σύνδεση με το προηγούμενο: Το σοκ της επερχόμενης συνάντησης της Ελένης με τον Ερμόλαο, πέφτει βαρύ στην οικογένεια από τη στιγμή, που ο Γιώργος αναγκάστηκε να το αποκαλύψει. Η ανησυχία τους απογειώνεται.
Ειδοποιείται άμεσα η αστυνομία καθώς ήδη υπάρχει σε εκκρεμότητα ένταλμα σύλληψης του Δημήτρη Ερμόλαου.
Η Βαλεντίνη φέρνει στις μνήμες της το ξωκκλήσι, που πήγαινε με τη γιαγιά της και το οποίο είχε ιδιαίτερη σημασία για τον παππού της. Το ξωκκλήσι αυτό ήταν για τον παππού, ένα είδος τοποθεσίας εξομολόγησης. "Κάτι είχε γίνει εκεί" θυμόταν τα λόγια της γιαγιάς της.
Η Βαλεντίνη είναι πλέον σίγουρη. Στο Παλιό Καρνάγιο, στο ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου. Ανακοινώνει το σημείο στους έκπληκτους δικούς της, ειδοποιούν την αστυνομία και ξεκινούν ολοταχώς προς τα εκεί.
Ο φόβος να προλάβουν είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός.
Φτάνουν στο χώρο στο εκκλησάκι αλλά ένας πυροβολισμός θα τους καθηλώσει με τον ανατριχιαστικό του ήχο.
Κεφάλαιο 21
Το Ξωκκλήσι των σβησμένων πορτραίτων
Εκείνο το πρωί
Η Ελένη κίνησε αποφασισμένη με τα βήματά της να ξεμακραίνουν από το σπίτι. Ήταν ακόμα πολύ πρωί και επικρατούσε ησυχία. Ευτυχώς κατεβαίνοντας από το δωμάτιό τους, δεν συνάντησε κανέναν άλλον. Προτίμησε να φύγει από την πόρτα της υπηρεσίας για να μην τη δουν και αρχίσουν τις ερωτήσεις. Είχαν, με το Γιώργο, ειδοποιήσει ταξί, το οποίο θα την περίμενε πιο κάτω από το αρχοντικό. Πριν δρασκελίσει τη μεγάλη σιδερένια εξώπορτα κοντοστάθηκε. Ένιωσε την καρδιά της να πεταρίζει λίγο άναρχα.
“Άραγε θα τη διαβώ ξανά μετά τη συνάντηση;” σκέφτηκε μέσα της. Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα της φύσης, απόλυτα φυσιολογικό. Το ζητούμενο είναι πάντα να μπορείς να τον διαχειριστείς. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Γύρισε το βλέμμα της προς τα πίσω. Στον πάνω όροφο του σπιτιού στα δεξιά, στη βεράντα του δωματίου τους, είδε το Γιώργο να την κοιτά λες και ήθελε να γίνει ένα μαζί της. Η απόσταση δεν εμπόδισε τα βλέμματά τους να συναντηθούν. Τον είδε που σήκωσε το χέρι του λίγο σαν να της δίνει κουράγιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε τη μεγάλη πόρτα και βγήκε. Με βιαστικά βήματα απομακρυνόταν.
Ο ήλιος είχε ήδη πει την πρώτη του καλημέρα στο όμορφο νησί της Πάρου. Η θάλασσα κοιμόταν γαλήνια σαν αποχαυνωμένη από ένα νυχτερινό ερωτικό κρεσέντο με τον ουρανό. Ένα ελαφρύ αεράκι ήρθε στο πρόσωπό της. Κάποια πουλιά έκαναν τους πρώτους ανιχνευτικούς περιπάτους της ημέρας, ξεμουδιάζοντας τα φτερά τους.
Το ταξί την περίμενε στην άκρη του δρόμου κάτω από τη συστάδα με τα αλμυρίκια.
“Στη μαρίνα της Νάουσας, παρακαλώ”, επανέλαβε τον προορισμό στον οδηγό.
Στη διαδρομή ήταν σιωπηρή και συγκεντρωμένη. Αρκετές φορές ένιωσε το παρατηρητικό βλέμμα του οδηγού από τον καθρέφτη να τη σκανάρει.
“Με συγχωρείτε για το θάρρος… είστε η κόρη του Στέφανου Καψή, του καπετάνιου;”
Την ενοχλούσε η αναγνωρισιμότητα εκείνη τη στιγμή αλλά η ευγένεια του ανθρώπου που ρωτούσε δεν μπορούσε να απορριφθεί, έστω και στοιχειωδώς.
“Ναι…”
“Έχω ακούσει πολλά για τον καπετάνιο, πολλά και με σεβασμό…”
Το μυαλό της Ελένης πήγε αυτόματα στο πρόσωπο που θα συναντούσε σε λίγο, ένα από τα “πολλά” του πατέρα της. Απάντησε με ένα ζεστό αλλά μακρινό “ευχαριστώ”. Ένιωθε ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τη συζήτηση και εκείνος το σεβάστηκε. Το αυτοκίνητο κατάπινε την απόσταση και η σκέψη της έκανε αναδρομές στο μακρινό παρελθόν. Τότε που κατάλαβε τον εαυτό της, μεγάλο παιδί. Κάπου στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970. Εκείνη στα δέκα της χρόνια, η κόρη της οικογένειας, δυο χρόνια μικρότερη από τον Ανδρέα, τον αδελφό της το μεγάλο. Στην αναζήτηση της σκέψης του ένιωσε μια μεγάλη στενοχώρια. Όχι δεν ήθελε ετούτη τη στιγμή να γεμίσει με πίκρα. Ήθελε να αισθάνεται το μεγάλο της αδελφό δίπλα, όπως τότε. Τότε που ήταν ο προστάτης της, όπως συνηθίζονταν. Μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ο πατέρας της, ο Στέφανος και η μητέρα της, η Βαλεντίνη. Κι όμως κάπου εκεί είχε αρχίσει ήδη να χτίζεται το μεγάλο αυτό παρασκήνιο στο σπιτικό της, ένα παρασκήνιο, που τους οδήγησε σήμερα ως εδώ. Να μετρούν, τραυματισμούς βαρείς της κόρης της, εντάσεις, θανάτους και πόσα ακόμα. Τότε, που εκείνη και ο Ανδρέας, ζούσαν ανέμελοι τα παιδικά τους χρόνια, ο πατέρας τους ζούσε και εκείνος το δικό του μαρτύριο. Να μπορούσες να το πεις άραγε έτσι γιατί τι να πει κανείς για αυτήν την νεαρή γυναίκα, τη Μαριλίζα Ξένου. Η δύναμη της αγάπης, του πάθους, που σαρώνει, ανατρέπει. Προσπάθησε να φανταστεί τη στιγμή, που εκείνη με τον αδελφό της έκαναν τα πρώτα τους βήματα στη ζωή, στα δέκα τους χρόνια, τα πρώτα τους όνειρα, κάποια άλλη, έφευγε από τη ζωή στα είκοσι έξι της χρόνια αφήνοντας πίσω της ένα παιδί. Τον τρίτο αδελφό τους. Που να ήξερε για αυτήν την παράλληλη ζωή του Δημήτρη Ερμόλαου. Τα αξιώματα της επιστήμης λένε ότι οι παράλληλες ευθείες δεν συναντιούνται ποτέ. Εδώ όμως αυτές οι ζωές, έχασαν την παράλληλη ρότα τους και συγκρούστηκαν με τρόπο τραγικό.
Τις σκέψεις της διέκοψε η φωνή του οδηγού:
“Σε ποιο σημείο θέλετε να σάς αφήσω ακριβώς;”
Είχαν φτάσει. Είχαν μπει στη μαρίνα. Δίπλα τους τα σκάφη στέκονταν αραδιασμένα, ήρεμα, λουσμένα στον πρωινό ήλιο.
“Κάπου εκεί, παρακαλώ…” είπε. Πλήρωσε με μηχανικές κινήσεις και βγήκε. Ο οδηγός έμεινε για λίγο να την παρατηρεί καθώς βάδιζε παράξενα στην άκρη της μαρίνας. Κούνησε λίγο το κεφάλι του, έκανε αναστροφή με το αυτοκίνητο και απομακρύνθηκε.
Η Ελένη καταμετρούσε με το βλέμμα τα ονόματα και τη μορφή των σκαφών δίπλα της. Το σκάφος του Ερμόλαου, την περίμενε σιωπηρό προτελευταίο στη σειρά. Κοντοστάθηκε…
“Εδώ λοιπόν…” ψέλλισε μόνη της. Μια μικρή σκάλα στην πρύμνη του σκάφους την περίμενε. Τα στόρια του ήταν κατεβασμένα. Ήταν πια η ώρα. Κοντοστάθηκε, το βλέμμα της ανέβηκε στην αντένα του σκάφους, μια σημαία ανέμιζε απαλά. Ήταν η τελευταία ευκαιρία να γυρίσει πίσω. Δεν το έκανε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανέβηκε στην κουπαστή.
Στο σκάφος
Ανέβηκε τη μικρή σκάλα και πάτησε στο κατάστρωμα. Έριξε μια ματιά ολόγυρα στη μαρίνα. Κανείς δεν ήταν εκεί κοντά. Μπροστά της ήταν η είσοδος. Κίνησε αποφασιστικά το βήμα της. Παραμέρισε τη διάφανη πόρτα και μπήκε στο σαλόνι.
Τον είδε! Έστεκε απέναντι, πλάτη προς αυτήν, με το βλέμμα έξω προς τη θάλασσα. Την άκουσε φυσικά που μπήκε. Ήταν εκείνα τα δευτερόλεπτα μιας απίστευτης αμηχανίας. Στην παύση ανάμεσά τους, χωρούσαν χίλιες κραυγές, που δεν ακούστηκαν ποτέ.
“Ήρθες λοιπόν…” η φωνή του βαριά, έσπασε τη σιωπή.
“Ναι, δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ήθελα να έρθω… δεν ήθελα να τελειώσει χωρίς να γίνει αυτό εδώ”
“Μήτε εγώ…”
Γύρισε προς το μέρος της. Ήταν πολύ αλλαγμένος από την τελευταία φορά, που τον είχε δει, ως δικηγόρο του αδελφού της. Εύρισκε να μην έχει σχέση με εκείνον τον εξωτερικά άκαμπτο και ήρεμο άνθρωπο. Τώρα το πρόσωπό του έδειχνε σκαμμένο, οι ρυτίδες εμφανείς, λες και πέρασαν χρόνια, οι συσπάσεις φανερές. Έμειναν όρθιοι, ο ένας αντίκρυ στον άλλο όπως δύο μονομάχοι λίγο πριν διασταυρώσουν τα ξίφη τους.
“Γιατί με ζήτησες; Με ενδιαφέρει να μάθω…” ρώτησε η Ελένη έχοντας πλέον ανακτήσει την ψυχραιμία της.
Εκείνος χαμογέλασε πικρά.
“Δεν προφέρεις καν το όνομά μου, Ελένη… ούτε μία φορά δεν το άρθρωσες. Κι όμως είμαστε αδέλφια…” είπε, σχεδόν ψιθυριστά, σαν να τον πονούσε η ίδια η λέξη.
“Απορείς γι αυτό ε;”
“Δεν θα έπρεπε;”
“Περίμενα από σένα περισσότερη συναίσθηση στο τι έχεις κάνει, αν φυσικά έχεις την ικανότητα να το αντιληφθείς…” του είπε. Έκανε ένα βήμα μπροστά, τα μάτια της γυάλιζαν.
“Για πες μου! Σαν τι να σε προσφωνήσω; Σαν αδελφό; Σαν συνεργό σε φόνο; Σαν τον άντρα που... σχεδίασε τον θάνατο του παιδιού μου;" πέταξε στα μούτρα του με ένταση.
“Ήρθες όμως…. Είσαι εδώ μπροστά μου… γιατί;” Το είπε χωρίς πρόκληση. Το είπε σαν να ήλπιζε πως η απάντηση θα τον λύτρωνε από κάτι.
Ο Ερμόλαος έκανε ένα βήμα πίσω, πήγε προς την πόρτα.
“Περίμενε εδώ…” της είπε αποφασιστικά.
“Τι κάνεις; Τι θέλεις;” η Ελένη ανησύχησε, αντέδρασε σπασμωδικά.
“Φεύγουμε…” της είπε.
“Είσαι τρελός; Φεύγουμε να πάμε πού;” η φωνή της έγινε σκληρή προσπαθώντας να αποδιώξει και το φόβο της.
“Ανησυχείς, Ελένη; Αναστατώνεσαι;”
Εκείνη έκανε μια προσπάθεια να κινηθεί στην έξοδο.
“Δεν έπρεπε να έρθω…” του είπε.
Της έφραξε το δρόμο χωρίς βία, μα και χωρίς περιθώριο διαφυγής.
“Μη βιάζεσαι Ελένη...θέλω να σου δείξω κάτι, είπες ότι θέλεις να δεις πώς τελειώνει όλο αυτό. Έχω και εγώ λοιπόν το δικαίωμα να το ζητήσω…”
“Τι πράγμα; Πού θα πάμε;”
“Θα καταλάβεις όταν φτάσουμε.”
“Πού; Πού θες να πάμε;”
Ο Ερμόλαος έριξε μια ματιά έξω από το φινιστρίνι. Ο ήλιος ανέβαινε.
“Σ' ένα μέρος που, όσο κι αν δεν το πιστεύεις, με περιμένει κάτι δικό μου. Κάτι αληθινό.”
Η Ελένη έσμιξε τα φρύδια. Εκείνος βγήκε έξω, έλυσε τον κάβο και επέστρεψε στο σαλόνι, έπιασε το πιλοτήριο, την πήρε μαζί του. Το σκάφος ξεκίνησε αργά βγαίνοντας ίσια μπροστά από το λιμάνι.
“Στο Παλιό Καρνάγιο, στο ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου. Σου λέει κάτι το μέρος; Χτισμένο σε ένα βράχο, πάνω απ’ τα νερά;”
Δεν απάντησε. Τον κοιτούσε με καχυποψία, αλλά και με ένα είδος ασυνείδητης έλξης προς το άγνωστο που της πρότεινε. Εκείνη είχε διαλέξει να έρθει, τώρα θα έμενε ως το τέλος, όποιο κι αν ήταν αυτό.
“Δεν είναι μακριά, θα φτάσουμε πολύ γρήγορα. Άλλωστε δεν έχουμε και πολύ χρόνο στη διάθεσή μας...”
Εκείνη δεν κινήθηκε. Στο βλέμμα της υπήρχε κάτι που δεν υπήρχε πριν: περιέργεια; Ή ίσως… φόβος πως αυτή η διαδρομή θα της φανερώσει αλήθειες που δεν ήθελε να γνωρίζει;
Το σκάφος ξεκίνησε, βγήκε από τη μαρίνα και ανοίχτηκε ευθεία στον κόλπο της Νάουσας. Ο Ερμόλαος ήταν στο τιμόνι σιωπηρός. Η Ελένη κάθισε απέναντί του. Τα μάτια της έμειναν καρφωμένα στο νερό που άφριζε καθώς σκιζόταν από την πλώρη. Καμιά κουβέντα για την ώρα. Μονάχα ο μονότονος ήχος της μηχανής. Ο ήλιος είχε ανέβει ακόμα πιο ψηλά και η ζέστη άρχισε να δηλώνει την παρουσία της. Ο Ερμόλαος είχε το βλέμμα μπροστά, μα ένιωθε στην πλάτη του τη ματιά της. Ήξερε πως περίμενε. Όχι απαντήσεις μα εξηγήσεις.
“Το Παλιό Καρνάγιο το ξέρεις θαρρώ”, η φωνή του ήρθε χαμηλή, σχεδόν βυθισμένη στο θόρυβο του σκάφους.
“Φυσικά…” του απάντησε.
“Προφανώς γνωρίζεις και το Ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου, εκεί δίπλα…”
Η Ελένη απάντησε θετικά, μέσα της κατάλαβε τον προορισμό αλλά δεν ήξερε το λόγο.
“Γιατί άραγε να πάμε εκεί, Ελένη;”
“Εσύ θα μού πεις”, του απάντησε ξερά.
“Πόσα αλήθεια πράγματα ξέρεις απ’ τον πατέρα σου, Ελένη. Ποιος ήταν ο άνθρωπος αυτός; Ποια η ζωή του; Τι ήταν και τι έδειχνε; Τίποτα δεν ξέρεις, αδελφή μου!”
“Ξέρω ποιοι πέθαναν και ξέρω ποιοι ζουν και κουβαλούν αυτούς τους θανάτους”, του είπε σκληρά.
“Ήταν ωραία η πλάνη σας, όλων! Ζούσατε σε ένα όμορφο σύννεφο. Ο μεγάλος και σεβάσμιος καπετάνιος, ο Στέφανος Καψής…”
“Ήταν πατέρας σου!”
“Ναι, ...πατέρας μου. Προφανώς έμαθες αλλά δεν ξέρω τι έμαθες, σε ποια έκταση και πώς…”
“Δεν έμαθα να κρύβομαι, η ιστορία της Μαριλίζας Ξένου, μάς συγκλόνισε όλους, αυτό ίσως να μην το καταλάβεις ποτέ. Το μίσος δεν αφήνει ξέρεις περιθώρια…Τι αλήθεια ψάχνεις σε εκείνο το μέρος, νομίζεις ότι θα λυτρωθείς εκεί;”
“Δεν ψάχνω καμία λύτρωση!” της είπε με ένταση “...κάποιες αλήθειες να μάθεις, κάποιες στιγμές, για μένα, για σένα…”
“Τίποτα δεν κράτησες, τα διέλυσες όλα στο πέρασμά σου. Κοίτα τι αφήνεις πίσω σου σε κάθε σου βήμα. Αυτό σε ικανοποιεί;” του είπε με ένταση για να γαληνέψει “...Αν έχει απομείνει κάτι, θέλω να μου το πεις. Γιατί τα έκανες όλα αυτά; Τι σού έφταιξαν οι αθώοι άνθρωποι, το παιδί μου, ο αδελφός σου, οι ξένοι γύρω σου; Αν έχει απομείνει κάτι, δείξ’ το μου εκεί. Εκεί που θέλεις να με πας. Εκτός… εκτός αν θα είμαι και εγώ η τελευταία στη λίστα σου για να αφανίσεις όλα τα παιδιά του ανθρώπου, που πιστεύεις ότι θέλεις να εκδικηθείς…”
Της έριξε μια φαρμακερή ματιά. Το σκάφος πλέον είχε ανοιχτεί για τα καλά, πήρε ρότα ελαφριά προς τα δεξιά.
“Εγώ τα έστησα όλα ναι! Δική μου η ευθύνη και η απόφαση…” ξεκίνησε εκείνος.
Η Ελένη ανατρίχιασε, “Το λες με τέτοιο κυνισμό…”
“Κυνισμό ε; Αυτό σε βολεύει! Ζήσατε στην ασφάλεια και στον πλούτο. Δεν ξέρατε τίποτα από τα έργα του. Όταν έμαθα την αλήθεια και τις λεπτομέρειες άνοιξε μια τρύπα κάτω από τα πόδια μου. Έβλεπα μια νέα γυναίκα, προδομένη, εγκαταλειμμένη, νεκρή… Εγώ σχεδίασα και εγώ σκότωσα ναι…”
“Τι πας να δικαιολογήσεις αλήθεια…”
“Αν αντέχεις ν’ ακούσεις τα υπόλοιπα, θα τ’ ακούσεις εκεί. Εκεί δεν έχει άλλους, ούτε φωνές, ούτε νόμους. Εκεί θα σου πω ποιος ήμουν και γιατί όλα αυτά έπρεπε να γίνουν. Αν θες να μ’ ακούσεις…αδελφή μου. Ο ίδιος άνθρωπος μάς έφτιαξε, εσάς όμως σάς αγάπησε, εμένα και τη μάνα μου με πέταξε”
“Λες ψέμματα στον ίδιο σου τον εαυτό και το ξέρεις. Λες την αλήθεια όπως σε βολεύει. Είσαι αυτό που είσαι σήμερα από αυτόν τον άνθρωπο που μισείς. Δεν θα ήσουν κληρονόμος αν δεν σε είχε αναγνωρίσει. Το ότι ήθελες να αφανίσεις τους άλλους είναι δική σου επιλογή απόλυτα. Τον μισείς, λες, μα απ’ τα χέρια του διεκδικείς σήμερα. Ποιος σου έδωσε λοιπόν αυτή τη δυνατότητα;”
Δεν μίλησε κανείς. Οι λέξεις είχαν εξαντληθεί — τουλάχιστον για τώρα. Ο Ερμόλαος έσφιξε τα δάχτυλά του στο τιμόνι, τόσο δυνατά που άσπρισαν οι κλειδώσεις. Δεν γύρισε να την κοιτάξει, μα ένιωθε κάθε ανάσα της, κάθε ταραχή στο στέρνο της.
Η Ελένη έσκυψε ελαφρά το κεφάλι, τα μάτια καρφωμένα στο νερό που χτυπούσε με ορμή την πλώρη. Ένας γλάρος πέταξε πλάι τους για λίγο κι ύστερα χάθηκε. Μια ριπή αέρα σάρωσε την επιφάνεια του κόλπου και ανακάτεψε τα μαλλιά της. Μα δεν τα έσπρωξε πίσω. Άφησε τη φύση να τη σκεπάσει όπως ήθελε. Ίσως για να ξεχάσει, έστω για λίγο, την πυκνότητα του ανθρώπινου πόνου.
Ο ήλιος, πλέον ανελέητος, καθρεφτιζόταν στο νερό με τέτοια ένταση που έκαιγε τα μάτια. Μα κανείς τους δεν τα έκλεισε. Σαν να τιμωρούσαν τον εαυτό τους με το φως.
Κι ύστερα, μέσα από τη σιωπή, ο ήχος από τα κύματα που χτυπούσαν στην καρίνα έγινε σχεδόν ρυθμικός. Σαν να μέτραγε ο χρόνος αντίστροφα. Κανείς δεν ήξερε τι θα ειπωθεί εκεί. Ήξεραν μόνο ότι όταν θα πατούσαν το βράχο εκείνου του τόπου, τίποτα δεν θα μπορούσε πια να αναστραφεί.
“Μού λες ότι κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Μα εγώ το έζησα. Όχι όπως εσείς με τα χαρτιά και τα έπιπλα. Εγώ το ένιωσα να με καίει, από μέσα. Εσείς είχατε το όνομά του. Εγώ είχα τη σιωπή του. Και το σώμα της μάνας μου – να σαπίζει μόνη της, χωρίς λέξη, χωρίς φροντίδα. Δεν με πόνεσε που δεν ήμουν εκεί. Με πόνεσε που εκείνος δεν ήταν. Και τώρα; Τι απομένει; Να σε κάνω να καταλάβεις; Δεν ξέρω… Μα αν σου δείξω αυτό το μέρος... Αν σταθείς απέναντί μου και δεν τρέξεις... τότε ίσως... ίσως να ‘χει μείνει μέσα μου κάτι που δεν κατάφερε να σαπίσει. Μια λέξη. Ένα δευτερόλεπτο. Αντέχεις να το δεις; Αντέχω να στο πω;"
Η Ελένη παρακολούθησε σιωπηρά αυτό το ξέσπασμα. Το μυαλό της γέμισε με σκέψεις, που τις άκουγε μόνο η καρδιά της.
"Δεν είναι ψέματα. Είναι η δική του αλήθεια. Η δική του πίκρα. Ένα παιδί που δεν το κοίταξε ποτέ κανείς. Και τώρα κάθεται απέναντί μου σαν κάτι παραπάνω από εχθρός. Σαν καθρέφτης ενός κόσμου που αρνηθήκαμε. Δεν με φοβίζει πια. Αυτό που με φοβίζει είναι πως κάποτε ήταν απλώς… ένα αγόρι. Τι θα μπορούσε να είχε γίνει άραγε αν κάποιος του είχε πει ένα ‘έλα’, ένα ‘σε βλέπω’; Ανάθεμα την αλήθεια. Δεν είναι φως. Είναι σίδερο που βαραίνει. Μα θα τον ακούσω. Όσο με καίει, όσο κι αν δεν θέλω. Θα τον ακούσω. Κι ύστερα… ό,τι βγει."
Στο ξωκκλήσι
Πλησίασαν στον προορισμό τους. Έκοψε δεξιά βγαίνοντας από τον όρμο της Νάουσας, κοντά στην ακτή, πέρασε από απόσταση τον κολπίσκο της Πλατειάς Άμμου και έφτασε στο Παλιό Καρνάγιο.
Το σκάφος έσβησε τη μηχανή λίγα μέτρα από την ακτή. Το κύμα έγλειφε ράθυμα την άμμο και τα βράχια. Ήταν εκείνη η παράδοξη ησυχία του πρώιμου μεσημεριού, που μοιάζει σχεδόν αφύσικη, σαν να κρατάει η φύση την ανάσα της. Κανένα άλλο σκάφος, καμιά φωνή, μονάχα οι γλάροι ψηλά, και ο ήλιος που βάραινε πάνω στα χαλίκια.
Ο Ερμόλαος πήδηξε πρώτος στη στεριά. Έδεσε με σιγουριά σε ένα βράχο, σχεδόν τελετουργικά. Γύρισε και της άπλωσε το χέρι χωρίς να μιλήσει. Εκείνη τον κοίταξε για λίγο, δεν ήξερε αν ήθελε βοήθεια ή αν την προσκαλούσε να περάσει το κατώφλι ενός άλλου κόσμου. Το πάλεψε μόνη της κι αποβιβάστηκε. Το χέρι του έμεινε μετέωρο να χάσκει ανέγγιχτο.
Περπάτησαν χωρίς κουβέντα. Πέρασαν το στενό μονοπάτι που έμπαινε ανάμεσα στις χαμηλές πέτρες και στα θυμάρια. Η Ελένη άκουγε τον θόρυβο απ’ τα παπούτσια τους πάνω στο ξερό χώμα, κι από πίσω, σαν ηχώ, τις ίδιες της τις σκέψεις.
Το ξωκκλήσι στεκόταν απέναντί τους, μονάχο, λευκό και μικρό, χτισμένο σε ανηφοριά ελαφριά, σαν κάποιος να το φύτεψε εκεί για να βλέπει τη θάλασσα. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Ένα αχνό αεράκι ανατάραξε τα φύλλα της αγριελιάς. Δεν ήταν μέρος που προκαλούσε φόβο. Ήταν τόπος για να ειπωθούν αυτά που δεν χωρούν αλλού.
Ο Ερμόλαος στάθηκε ένα βήμα πριν την πόρτα. Δεν την κοίταξε. Η Ελένη κοίταξε τον ουρανό, μετά τη θάλασσα. Ένιωσε για μια στιγμή σαν να είχε φύγει από τον χρόνο. Σαν το επόμενο της βήμα να μπορούσε να είναι και το τελευταίο. Εκείνος κοντοστάθηκε πριν την είσοδο.
“Δεν διάλεξα τυχαία αυτό το μέρος, θαρρώ το κατάλαβες. Λογικά το ξέρεις…” της είπε.
“Ναι, το ξέρω το μέρος, ερχόταν ο πατέρας μου εδώ αρκετές φορές, εσύ γιατί;”
“Είδες που δεν τα ξέρεις όλα; Εδώ παίχτηκε, στην ουσία, η τελευταία σκηνή του δράματος της σχέσης του πατέρα σου με τη Μαριλίζα”
Η Ελένη αιφνιδιάστηκε, αυτό δεν το ήξερε. Δεν ήξερε καν ότι η νεαρή αυτή γυναίκα είχε επισκεφτεί το νησί. Ο Ερμόλαος συνέχισε.
“Της ζήτησε να χωρίσουν. Τα μεγάλα λόγια αγάπης κάπως έτσι τελειώνουν πάντα…”
“Νομίζω η μητέρα σου πρέπει να ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να περιμένει τίποτα από αυτή τη σχέση…”
“Ας το δεχτούμε, όμως δεν ήταν αυτός τρόπος, δεν ήταν έντιμη στάση ζωής. Όταν έμεινε έγκυος, ο Καψής είχε ξεκόψει μαζί της. Εκείνη προσπάθησε να τον βρει, να τον ενημερώσει, δεν ήταν μόνη σε αυτό, Ελένη, αλλά τραγικά μόνη έμεινε. Του τηλεφώνησε κάποιες φορές στο σπίτι σας. Τίποτα! Καμία απάντηση, λες και μια γόμα ήρθε να σβήσει την ίδια της την ύπαρξη, που τόσα χρόνια εκείνος γεύονταν τους χυμούς της. Λες και δεν την ήξερε, λες και ήταν αμέτοχος σε όλο αυτό. Απελπίστηκε και ήρθε στο νησί. Προσπάθησε να τον δει. Τίποτα! Έγινε πιο πιεστική και αναγκάστηκε πλέον να δεχτεί να συναντηθούν. Το μέρος το διάλεξε εκείνος γιατί ήταν τότε, απόλυτα άγνωστο για τους πολλούς…”
Η Ελένη ανέβαινε μαζί του, πολύ κοντά με αργά βήματα. Τον άκουγε με συναισθηματική φόρτιση, που μεγάλωνε.
“...Συναντήθηκαν εδώ. Του το είπε, περίμενε παιδί. Κάτι έπρεπε να κάνουν. Ήταν ανένδοτος. Δεν ήταν διατεθειμένος να διαταράξει την οικογένειά σας… Της είπε να της δώσει χρήματα...να…”
Η φωνή του ήταν οργισμένη ενώ η Ελένη έσκυψε διακριτικά το κεφάλι.
“...Μπορεί να μεγάλωσε μέσα στα μπαρ του Πειραιά, η Μαριλίζα Ξένου, αλλά ήταν περήφανη. Δεν έκλαψε, δεν παρακάλεσε. Σηκώθηκε και έφυγε, με το κεφάλι ψηλά, μόνο τη λέξη κρίμα, ψέλλισε…”
“Από που τα έμαθες όλα αυτά;” τον ρώτησε.
“Αυτό έχει σημασία; Θεωρείς ότι λέω ψέματα; Σε αυτό λοιπόν το ξωκκλήσι γράφτηκε ο επίλογος, Ελένη…”
“Και εδώ… εδώ τη θυμάσαι; Εσύ ή είναι η φαντασία σου, που έφτιαξε την εικόνα;”
“Τη φαντασία μου την τάισαν οι σιωπές. Και οι μισές λέξεις. Εδώ την ένιωσα, εδώ την έκλαψα. Εδώ ερχόμουν και εγώ πολλές φορές από τότε που πάτησα το πόδι μου στο νησί”
“Ξεχνάς κάποια πράγματα Ερμόλαε. Ναι, η στάση του πατέρα μου, δεν ήταν καθαρά έντιμη απέναντί της. Όμως μου κάνει εντύπωση, πως ξεχνάς συνεχώς ότι στη γέννα ήταν κοντά της, πήγε την είδε. Και όχι μόνο αλλά σε αναγνώρισε…”
“Με ένα παλιόχαρτο…”
“Αυτό το παλιόχαρτο σε κάνει κληρονόμο της περιουσίας του! Αυτό λογικά είναι και το κλειδί όλου του σχεδίου σου. Δεν λέω ότι απαλλάσσεται από τις ευθύνες του ο πατέρας μου αλλά την ύστατη στιγμή προσπάθησε κάτι να σώσει. Προφανώς αυτό το αποσιωπάς γιατί πρέπει να δικαιολογήσεις τα ανόσια εγκλήματά σου… Λοιπόν τι θες να γίνει εδώ τώρα; Να κλείσει ο κύκλος του αφανισμού των αδελφών σου;”
“Να σπάσει! Να σπάσει Ελένη!
“Να σπάσει ο κύκλος! Πολύ ωραία, Ερμόλαε, θες να σπάσει; Τότε πες μου, ποιος ήταν αυτός που σχεδίασε να χτυπηθεί το παιδί μου; Ποιος παρακολουθούσε τη Βαλεντίνη όταν επέστρεψε στην Αθήνα; Ποιος πλήρωσε και οργάνωσε το τροχαίο; Να ξεκινήσουμε λοιπόν από εκεί;”
Ο Ερμόλαος έδειξε να παγώνει. Το βλέμμα του χαμήλωσε για μια στιγμή.
“Δεν ήταν στόχος να πάθει κάτι… δεν ήξερα ότι θα καταλήξει έτσι…”
Η Ελένη αρπάχτηκε έντονα:
“Ποιον κοροϊδεύεις μωρέ; Από πού κρύβεσαι; Τον οδηγό, τον ήξερες. Τον πλήρωσες. Έβαλες τους ανθρώπους σου να κάνουν τις βρωμοδουλειές σου. Δεν ντρέπεσαι να κρύβεσαι; Τι πάει να πει ότι δεν ήξερες ότι θα καταλήξει έτσι η Βαλεντίνη. Να την σκοτώσεις ήθελες, κάθαρμα! Να τη βγάλεις απ’ τη μέση! Παραδέξου το ντε! Και ύστερα ήρθες εδώ να ξεπλύνεις την αμαρτία σου στο ξωκκλήσι; Πού είναι λοιπόν η αλήθεια σου; Πού είναι η μετάνοια σου;”
Τα λόγια της τον χτυπούσαν σαν κύματα που ξηλώνουν πύργο στην άμμο. Δεν αντιστεκόταν.
“Ήθελα να την ...τρομάξω..δεν σκόπευα….όχι να τραυματιστεί έτσι…”
“Νόμιζα ότι θα είχα απέναντί μου κάποιον, που θα είχε έστω το θάρρος να παραδεχτεί τα σκοτάδια του. Μήτε αυτό είσαι ικανός να κάνεις. Και το μετά; Το τώρα; Ποιος έμπλεξε τη Βαλεντίνη ξανά στο φόνο του αδελφού σου ε; Ποιος σκηνοθέτησε το φουλάρι και τον ψευδομάρτυρα; Έτσι αντιλαμβάνεσαι εσύ το σπάσιμο του κύκλου; Με αίμα και φόβο;”
Η Ελένη συνέχιζε κατά ριπάς το αμείλικτο “κατηγορώ” της.
“Κι ο Ανδρέας; Αδελφός σου μωρέ, αίμα σου! Το σχεδίαζες χρόνια. Δεν ήταν έγκλημα της στιγμής. Ήταν προμελέτη κύριε δικηγόρε. Μπήκες στο περιβάλλον του, έγινες συνεργάτης του, άνθρωπός του…”
“Ναι, εγώ τον σκότωσα, εγώ το σχεδίασα. Δεν ήταν δα κανένα λουλούδι ο ...αδελφός μας. Δεν ξέρω τι ξέρεις για τις διαδρομές του και τις πρακτικές του…”
“Φτηνές δικαιολογίες… να τον βγάλεις απ’ τη μέση ήθελες και μετά έτρεξες να καλύψεις τα ίχνη σου, να τα ρίξεις στους άλλους. Να στήσεις φουλάρια και ψευδομάρτυρες. Να βυθίσεις το νησί σε μια παράσταση αίματος. Και μετά στο τέλος ο Αναγνωστίδης, πάει κι αυτός, βάρος… Ήθελα να ‘ξερα, έχεις αντιληφθεί τι έχεις σκορπίσει πίσω σου;”
“Ίσως δεν ξέρεις τι είχε ετοιμάσει για σένα και τη Βαλεντίνη. Το είδες πώς χειρίστηκε το θέμα της διαθήκης. Δεν θα τον σταματούσε τίποτα, ήταν αμείλικτος…”
“Κανένας δεν σού ζήτησε να γίνεις τιμωρός, κανείς δεν σου ζήτησε να ...καθαρίσεις για λογαριασμό μας. Ό, τι έκανες, το έκανες για σένα! Και ότι έσπειρες ήρθε η ώρα να το θερίσεις μονάχος, μπροστά στη δικαιοσύνη”
Εκείνος δεν απάντησε. Το βλέμμα του έσπασε. Ήταν σαν να ‘χε φάει γροθιά στο στομάχι. Πήγε να πει κάτι αλλά δεν βγήκε φωνή. Το μελτέμι είχε σηκωθεί για τα καλά και ο αέρας είχε δυναμώσει. Έμοιαζαν και οι δύο σαν παράταιρες φιγούρες μέσα στο λιοπύρι. Σαν αγάλματα. Βημάτισε σαν παγιδευμένο θηρίο. Τα λόγια της τον είχαν φέρει στα όριά του.
“Πάψε!¨ούρλιαξε δυνατά μπροστά της. Εκείνη είδε την αναχώρηση και το παράλογο στο βλέμμα του. Μαζί όμως και τον κίνδυνο. Εκείνος ξέσπασε τρέμοντας. Οι λέξεις έβγαιναν παραμορφωμένες και το πρόσωπό του σε μια άλλη λες μορφή. Ένας διπολικός άνθρωπος
“Μη με φέρνεις στα άκρα, Ελένη… Δεν ξέρεις τι άλλο είμαι ικανός να κάνω όταν με στριμώχνουν… Δεν φαντάζεσαι…”
Δεν ήταν ώρα να κάνει πίσω, του απάντησε κατάμουτρα
“Το ξέρω, το ξέρω πολύ καλά! Λοιπόν;”
Το χέρι του τράβηξε από το πίσω μέρος του παντελονιού του ένα πιστόλι. Το έστρεψε απότομα στο μέρος της με το χέρι προτεταμένο.
“Καν’ το λοιπόν! Εδώ είμαι μπροστά σου, η τελευταία!” τον κοίταζε χωρίς φόβο, στα όρια του παράλογου, γεμάτη θλίψη.
“Ένα πάτημα είναι… ένα τίποτα… Και μετά… τέλος, σιωπή… Ξεκούραση… Ούτε ανακρίσεις, ούτε εξευτελισμοί, ούτε δημοσιότητα…. Τίποτα…”
Η Ελένη είδε στα μάτια του αυτό, που γύρευε να δει και κατάλαβε. Κατάλαβε πολύ καλά.
“Δεν ήρθες εδώ να σκοτώσεις, ήρθες να παραδοθείς…”
Την κοίταξε λίγο σαστισμένα και μετά με πικρό γέλιο: “Να παραδοθώ; Σε ποιον; Στην αλήθεια, στο νόμο; Σε μένα; Ξέρεις τι έμεινε, Ελένη; Η ντροπή! Αυτή η ρημάδα, δεν φεύγει. Και η σιωπή του νεκρού πατέρα, του νεκρού αδελφού, του φίλου, του συνεργάτη, η καταδίκη της ανιψιάς μου. Εγώ τους έσπρωξα όλους…”
Το οπλισμένο χέρι του χαμήλωσε. Η Ελένη έκανε μια κίνηση μπροστά του. Εκείνος αντέδρασε σπασμωδικά σηκώνοντας το όπλο στο κεφάλι του…
“Μείνε στη θέση σου Ελένη! ...Εγώ τους έσπρωξα όλους, για να κρύψω τα ίχνη μου. Και μετά, το φουλάρι, ο ψευδομάρτυρας… για να σωθώ. Για να μη φανούν τα λάθη. Μήτε η αγωνία, ούτε το παιδί, που δεν αγαπήθηκε ποτέ…” η φωνή του έσπασε.
Η Ελένη έκανε ένα ακόμα βήμα κοντά του.
“Και όλα αυτά για μια θέση, που δεν πήρα ποτέ. Για μια ταυτότητα που δεν μου χάρισαν…”
“Υπάρχει χρόνος Δημήτρη ακόμα… η δικαιοσύνη δεν είναι εκδίκηση… θα την αντιμετωπίσεις όπως πρέπει…”
Την κοίταξε με βλέμμα πικρό.
“Με είπες ...Δημήτρη! Πρώτη φορά ψέλλισες το όνομά μου. Μπορείς σίγουρα να πεις πως είμαι ένα τέρας. Δεν θα σε αδικήσω. Δεν γεννήθηκα έτσι. Με έφτιαξε η απόρριψη αν και αυτό ακόμα ακούγεται τώρα πολύ φτηνιάρικο…”
Από το βάθος της θάλασσας εμφανίστηκαν δύο σκάφη του Λιμενικού να έρχονται με ταχύτητα. Πάνω ψηλά από το μονοπάτι ακούστηκαν σειρήνες περιπολικών και κινητήρες αυτοκινήτων.
“Οι δικοί σου έφτασαν, Ελένη! Ώρα για το τέλος! Η αυλαία θα πέσει…” έστρεψε το όπλο στο κεφάλι του. Φάνταζε απόκοσμος έτσι όπως φαίνονταν λουσμένος στο φως. Η Ελένη έκανε ένα ακόμα βήμα μπροστά, το βλέμμα του την καθήλωσε.
“Μην τρομάξεις… δεν μπήκα μέσα στο εκκλησάκι...δεν θα το λερώσει η παρουσία μου…άναψε εσύ ένα κερί αν αξίζει για μένα”
“Δημήτρη! Δεν είσαι αθώος, μα δεν γεννήθηκες και ένοχος… διάλεξες συνειδητά το σκοτάδι αλλά τώρα γυρίζεις στο φως… σταμάτα σε παρακαλώ… πάμε να παραδοθείς… στο ζητάω σαν χάρη… τη δικαιούμαι αυτή τη χάρη από σένα!”
Τα σκάφη του Λιμενικού σχεδόν έφταναν στην ακτή, στο κατάστρωμα φαίνονταν οι άντρες. Πάνω στο δρόμο ακούγονταν φρεναρίσματα, οι σειρήνες ούρλιαζαν στον αέρα. Τα μάτια του βούρκωσαν. Έκλεισε τα βλέφαρα, σήκωσε το όπλο στο κεφάλι του. Ένα τελευταίο βλέμμα στην Ελένη.
“Ούτε μια φορά δεν είπε, είμαι περήφανος για σένα… με είδε σαν βάρος… και εκείνη...έφυγε τόσο μόνη... Μονάχα… να μη με θυμάστε σαν φόβο...αν γίνεται…”
“Δημήτρη!” ούρλιαξε αλλά ο αέρας σκόρπισε τη φωνή της.
“Ευχαριστώ, που δεν με σιχάθηκες ...αδελφή μου”
ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ…
Η Ελένη στο δευτερόλεπτο είδε και έκλεισε τα μάτια της… το άψυχο κουφάρι του κυλίστηκε λίγο πέρα από τα πόδια της παραδομένο στις ενοχές και στα αδιέξοδά του. Μια ψυχή που δεν βρήκε ποτέ λιμάνι, έφευγε τώρα με τον άνεμο. Η Ελένη έτρεμε σύγκορμη.
Τα δύο περιπολικά του Λιμενικού είχαν ήδη φτάσει στην ακτή. Κάποιο άντρες ήδη έτρεχαν προς το εκκλησάκι. Από το δρόμο ανέβαιναν οι αστυνομικοί, πιο πίσω στάθμευσε και ένα νοσοκομειακό του ΕΚΑΒ. Κάποιες φωνές έσκισαν τον αέρα:
“Πάνω εκεί στο εκκλησάκι, βιαστείτε!”
Η Ελένη ήταν καθιστή δίπλα στο άψυχο σώμα του Ερμόλαου. Το σώμα της έτρεμε, η ψυχή της είχε σπάσει σε κραυγές σιωπηλές. Έτρεμε ολόκληρη. Στο νου της ηχούσαν τα λόγια του “Δεν με σιχάθηκες….” Πρώτη φορά τόσο αντιφατικά συναισθήματα πάλευαν μέσα της σε ένα χορό τρομερό.
Τα αυτοκίνητα της οικογένειας είχαν φτάσει πριν την αστυνομία. Στον ήχο του πυροβολισμού, ξεχύθηκαν όλοι έξω προς το μέρος που ακούστηκε, στο εκκλησάκι. Ο Γιώργος, ο Διοφάντους με τους δύο συνεργάτες του. Πίσω του, ο Αργύρης.
Η Βαλεντίνη. Κανείς, μέσα στο σοκ της αγωνίας για τον πυροβολισμό, δεν φαντάστηκε την αντίδραση της. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε βίαια. Εκείνη αρπάχτηκε από την ανοιχτή πόρτα. Στο άλλο της χέρι κρατούσε τα μεταλλικά της μπαστούνια. Προσπάθησε, λύγισε, προσπάθησε ξανά! Καρφίτσωσε το κουρασμένο σώμα της στα μπαστούνια, σαν να σταύρωνε τον πόνο. Όμως το ένστικτό της την οδηγούσε εκεί, λίγα μέτρα πιο πέρα. Στη Μάνα της.
Ο Αργύρης την είδε αρκετά πίσω του. Πάγωσε. Μαζί και ο Ισίδωρος.
“Θεέ μου, Βαλεντίνη, τι πας να κάνεις;” ψιθύρισε μέσα του. Πήγε προς το μέρος της, ο Διοφάντους έφτασε κοντά του. Είδε τη σκηνή. Τον κράτησε από τους ώμους.
“Άφησέ την!” είπε … “είναι η δική της ώρα”
Η Βαλεντίνη έκανε μπροστά βήματα ασταθή πεισματικά. Έπεσε στα γόνατα, γδάρθηκε αλλά σηκώθηκε. Συνέχισε τα βήματά της. Ο διοικητής και ο γιατρός που είχαν φτάσει φώναζαν να την απομακρύνουν. Κανείς δεν τόλμησε να την αγγίξει ή να την σταματήσει. Ο βοηθός του Καραναστάση ψιθύρισε εκστασιασμένος:
“Η κοπέλα περπατάει….περπατάει!”
Και ήταν όλοι σαν να αποδίδουν φόρο τιμής, βλέποντας αυτήν την αργή, θριαμβική πορεία της προς τη μητέρα της αλλά και κοντά στη σωρό ενός ανθρώπου, που την πλήγωσε βάρβαρα.
Είχαν όλοι φτάσει πια δίπλα στην Ελένη. Είδαν! Κατάλαβαν. Ο Γιώργος την πήρε στην αγκαλιά του.
“Σε χτύπησε;” τη ρώτησε
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και τα μάτια της στην άκρη είδαν αυτό που δεν περίμενε να δει μήτε στα όνειρά της. Η Βαλεντίνη έφτασε μαρτυρικά κοντά της. Σωριάστηκε στα γόνατα δίπλα της. Τα μάτια της έπεσαν στο σώμα του Ερμόλαου. Οι αγκαλιές τους δέθηκαν με απίστευτη δύναμη. Δυο γυναίκες, λες και μοιράζονταν ένα βάρος χρόνων. Ο Διοφάντους, έστεκε σε απόσταση, σιωπηρός με βλέμμα βουρκωμένο. Ο Σπύρος πλησίασε για να ρωτήσει χαμηλόφωνα:
“Φτάσαμε στο τέλος;”
“Ναι...κάτι σκοτεινό έφυγε, κάτι ζωντανό ήρθε… ” απάντησε ο Ισίδωρος. Ο Αργύρης πήγε κοντά στις δυο γυναίκες, που πλέον ήταν και γυναίκες της ζωής του. Η Ελένη σήκωσε το κεφάλι. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν πριν σβήσουν μέσα σε μια αγκαλιά γεμάτη μνήμη, σιωπή και συγχώρεση.
“Εκείνος έφυγε μπροστά μου, νικημένος από τον ίδιο του τον εαυτό. Από το σκοτάδι που του έκανε χώρο να τον κυριεύσει. Μετάνιωσε όμως και εμείς επιτέλους μείναμε με την αλήθεια. Δεν είναι ελαφρύτερη απ’ το ψέμα μα τουλάχιστον δεν σκοτώνει άλλο”
Εκείνο το μεσημέρι πλέον κανείς δεν ξαναμίλησε δυνατά. Όλοι άκουγαν τον άνεμο, που φύσαγε απ’ το πέλαγος με ορμή και τα θαλασσοπούλια, που κουβαλούσαν μια ψυχή, που δεν βρήκε ποτέ λιμάνι.
Στο επόμενο το τέλος και ο επίλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου