"Τα δώρα της Αρμονίας"
Σαλούστιος: "Περί Θεών και κόσμου"
Μια ματιά στα προηγούμενα
20η δημοσίευση
Κεφάλαιο 3.1: Το πρώτο μήνυμα στην Νεμέα-ο Αρχέμορος
Ο στρατός έφυγε από το Άργος συντεταγμένα. Πήρε το δρόμο βόρεια της πόλης με αρχική κατεύθυνση τις Μυκήνες και πρώτο σταθμό την Νεμέα. Ο καιρός ήταν καλός και είχαν τον άνεμο από τα βόρεια αλλά με μικρή ένταση. Πέρασαν τον Τρητό και βρέθηκαν μέσα στο δάσος λίγο έξω από την πόλη. Πάνω απ την Νεμέα είναι το βουνό Απέσας, εκεί που ο Περσέας θυσίασε πρώτος στον Απεσάντιο Δία.[1]
Το δάσος ήταν όμορφο και πυκνό. Στις παρυφές της Νεμέας έφτασαν τα πρώτα τμήματα της εμπροσθοφυλακής των ιππέων. Ακολουθούσε το αμάξι του βασιλιά Άδραστου. Ξέκοψε λίγο με την συνοδεία του από το κύριο σώμα της πορείας και μπήκε στο δάσος. Εκεί λίγο πιο κάτω μια συστάδα από πελώρια πλατάνια χάριζαν μια πλούσια σκιά ολόγυρα. Κάπου εκεί σε ένα χώρισμα, έπεσαν πάνω σε μια πλούσια πηγή, που το κρυστάλλινο νερό της πότιζε ολόγυρα τη γη σε μικρά ρυάκια.
“Είναι πανέμορφη!” φώναξε ο Άδραστος στους συνοδούς του. “Πάμε να ποτίσουμε λίγο τα άλογα”
Η ομάδα του ξέκοψε εντελώς από τους άλλους. Πλησίασαν στο μικρό άνοιγμα, ξεπέζεψαν και προχώρησαν με τα πόδια. Λες και η πηγή έβγαινε από μια κρυφή αγκαλιά στην οποία την κρατούσε μυστικά η γη. Ήπιαν νερό και πότισαν τα άλογά τους. Ένιωσαν υπέροχα.
“Πρώτη φορά την βλέπω τούτη την πηγή” βασιλιά μου φώναξε ένας από τους αξιωματικούς συνοδούς του.
“Έχεις ξαναπεράσει από εδώ;” τον ρώτησε ο Άδραστος για να πάρει θετική απάντηση.
“Πολλές φορές, όμως θαρρώ εσύ ανακάλυψες τούτη την πηγή!” του είπε.
“Καλό σημάδι!” φώναξε ένας δεύτερος.
Ο Άδραστος χαμογέλασε.
“Αν όντως δεν την ξέρουν την πηγή, ας είναι έτσι” τους απάντησε.[2]
Βγήκαν από το όμορφο δάσος και επέστρεψαν στη γραμμή και στην πορεία του στρατεύματος. Τα πρώτα σπίτια της Νεμέας δεν άργησαν να φανούν. Ο κουρνιαχτός που σήκωναν τα άλογα και οι στρατιώτες άρχισαν να βγάζουν τον κόσμο έξω στο δρόμο. Πολλοί ήθελαν να τους καλωσορίσουν.
Στο τέλος του δρόμου κάποιοι καβαλάρηδες προπομποί τούς υποδέχτηκαν με χαρά:
“Βασιλιά μου”, ανήγγειλαν στον Άδραστο, “ο βασιλιάς Λυκούργος σας περιμένει στο παλάτι”.
Συνεννοήθηκαν να περάσει μια πρεσβεία από ορισμένους για να δώσει έναν χαιρετισμό στον πιστό και σύμμαχο βασιλιά της Νεμέας. Το στράτευμα θα έπαιρνε δρόμο περιμετρικά της πόλης, όσο γίνονταν για να μην ενοχλήσει. Η ομάδα με τους επτά πολέμαρχους μπήκε μπροστά, στους άλλους δόθηκαν εντολές να προχωρήσουν προς τις Κλεωνές.
Η Υψιπύλη διατηρούσε ακόμα εκείνη την επιβλητική ομορφιά της, που την έκανε να ξεχωρίζει από τα παλιά εκείνα ένδοξα χρόνια σαν βασίλισσα στη Λήμνο. Παρά τα βάσανα των τελευταίων της χρόνων, τα σημάδια από τη θλίψη που βάραινε την ψυχή της και τις κακουχίες της πρόσφατης ζωής της, κρατούσε το όμορφο πρόσωπό της, τα πλούσια μαλλιά που αν και αδυνατισμένα έπεφταν στους ώμους της αλλά και την ψηλή κορμοστασιά της. Η κόρη του Θόα, του τραγικού βασιλιά του νησιού, είχε, την τελευταία στιγμή τότε, γλιτώσει τον πατέρα της από την τρομερή σφαγή όλων των αντρών του νησιού, που σχεδίασαν και εκτέλεσαν οι γυναίκες στη δίνη μιας θανάσιμης παρανοϊκής στιγμής. Κατάφερε να κρύψει τον πατέρα της για να μην τον βρει ο θάνατος και έτσι εκείνη έγινε βασίλισσα στη θέση του. Θυμόταν ακόμα τον ερχομό του Ιάσωνα και των Αργοναυτών. Όμορφες ξέγνοιαστες μέρες, τυλιγμένες στις χαρές και στην ηδονή καθώς η ίδια έγινε ερωμένη του. Όμως οι λαμπερές εκείνες στιγμές σύντομα έδωσαν τη θέση τους στην τραγωδία. Οι γυναίκες του νησιού ανακάλυψαν κάπου τον κρυμμένο πατέρα της, τον Θόα. Η οργή τους στην βασίλισσα και κόρη του ήταν τρομερή. Εκείνος δεν γλίτωσε το θάνατο και η ίδια πουλήθηκε σαν δούλη σε κάποιους πραματευτάδες που έφτασαν αργότερα στο νησί.
Έτσι, χρόνια μετά, η μαύρη της μοίρα την έφερε δούλα στην Νεμέα, στο παλάτι του βασιλιά Λυκούργου. Το παρουσιαστικό και η εμφανής καλλιέργειά της, οδήγησαν τον βασιλιά και τη γυναίκα του την Ευρυδίκη να της αναθέσουν το ρόλο της τροφού του μικρού τους γιου, του Οφέλτη. Είχαν μάλιστα μια ιδιαίτερη αδυναμία και ένα βασανιστικό άγχος για την τύχη του μικρού βρέφους καθώς ένας χρησμός βάραινε στις καρδιές τους μαρτυρικά:
“Το παιδί, δεν πρέπει να πατήσει στη γη πριν μπορέσει να περπατήσει μονάχο του, αλλιώς είναι καταδικασμένο να πεθάνει….”
Αυτός ο φριχτός χρησμός βάραινε νύχτα-μέρα τη ζωή του Λυκούργου και της γυναίκας του[3].
“Το μωρό και τα μάτια σου!” ήταν η πρώτη κουβέντα του στην Υψιπύλη σαν ανέλαβε το ρόλο της τροφού. “Δεν θα τον αφήσεις ποτέ κατά γης! Ποτέ ακούς! Ο Οφέλτης, είναι χρησμός των Θεών, να μην αγγίξει τη γη πριν περπατήσει. Θα πεθάνεις την ίδια στιγμή αν πάθει κάτι…”
Η απειλή και η προειδοποίησή του ήταν κάτι παραπάνω από απόλυτη για τη δύστυχη τροφό, που έμοιαζε στην τραγική κατάληξη της ζωής της να προστίθεται ένα ακόμα βάρος.
Εκείνη την όμορφη μέρα είχε πάρει τον μικρό Οφέλτη στο μικρό καλάθι, που τον κουβαλούσε στο σώμα της και είχε τραβήξει έξω απ την Νεμέα στο κοντινό δάσος για να μαζέψει κάποια βότανα για το μικρό.
Οι επτά αρχηγοί μαζί με το βασιλιά είχαν ξεκόψει με τα άρματά τους από το κύριο σώμα του στρατού. Είχαν κανονίσει να περάσουν από το παλάτι για να χαιρετίσουν τον βασιλιά Λυκούργο και να τον τιμήσουν για τη βοήθεια που προσέφερε η Νεμέα στην εκστρατεία. Στο δρόμο που περνούσε μέσα απ το δάσος κάποια στιγμή προς το βάθος μια γυναικεία φιγούρα φάνηκε να ξεχωρίζει. Την είδαν. Καθώς πλησίασαν διέκριναν και το καλάθι με το μωρό κρεμασμένο στους ώμους της.
“Ε κυρά! Πώς είναι το όνομά σου;” της φώναξε ο Τυδέας”
“Υψιπύλη” αποκρίθηκε εκείνη.
Έβλεπαν όλοι ότι τα ρούχα της μαρτυρούσαν μια δούλα αλλά το παρουσιαστικό της έστελνε άλλα μηνύματα. Κοντοστάθηκαν.
“Μήπως ξέρεις εδώ κοντά κάποια πηγή; Κοντεύουμε να πεθάνουμε απ τη δίψα” τη ρώτησε και πάλι ο Τυδέας. Τους κοίταξε προσεκτικά.
“Είστε οι Αργείοι με το στρατό που πάτε για τη Θήβα;” τους ρώτησε για να τους αναγκάσει να κοιταχτούν απορημένοι μεταξύ τους.
“Φαίνεται να ξέρεις πολλά γυναίκα!” τη ρώτησε ο Πολυνείκης.
“Είμαι η τροφός του βασιλιά Λυκούργου και τον έχω ακούσει να μιλάει για σας” αποκρίθηκε κάνοντάς τους να κοιταχτούν πάλι με επιδοκιμασίες.
“Τελικά έχει εδώ κοντά πουθενά νερό;” ρώτησε ξανά ο Τυδέας.
“Ναι έχει εδώ πιο κάτω” τους είπε.
“Προς τα πού;” ρώτησε ο Αμφιάραος.
“Ακολουθείστε με να σας δείξω το μονοπάτι που θα πάρετε” απάντησε εκείνη. Την ίδια στιγμή ξεκρέμασε το καλάθι με το μωρό, τον Οφέλτη, διάλεξε ένα ομαλό μέρος και το ακούμπησε στη γη πάνω στο σελινόχορτο που φύτρωνε ολόγυρα. Έκανε κάποια βήματα μπροστά. Εκείνοι κατέβηκαν από τα άρματά τους και την ακολούθησαν πεζοί. Μπήκαν ανάμεσα σε μια συστάδα δέντρων και μετά από λίγα μέτρα η Υψιπύλη στάθηκε:
“Να το μονοπάτι. Λίγο πιο κάτω στα δεξιά είναι μια πηγή….”
“Ευχαριστούμε Υψιπύλη” της απάντησε χαμογελαστά ο Τυδέας και μαζί με τους άλλους κινήθηκαν εμπρός.
Δεν θα ήταν πολλά τα βήματα που είχαν διανύσει όταν μια τρομακτική γυναικεία κραυγή έγδαρε στην κυριολεξία τον αέρα. Στα μάτια τους αποτυπώθηκε η αγωνία και το ξάφνιασμα. Κοιτώντας προς τα πίσω είδαν την γυναίκα να λείπει.
“Πίσω ακούστηκε!” φώναξε ο Άδραστος.
Γεμάτοι αγωνία, με τα σπαθιά στα χέρια, έτρεξαν προς τα πίσω. Λίγο πιο κάτω το θέαμα που συνάντησαν δεν θα σταματούσε ποτέ να τους ανατριχιάζει σύγκορμους. Η Υψιπύλη ήταν πεσμένη κατά γης. Με σπαρακτικές κραυγές κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό, που το είχε βγάλει απ το καλάθι. Στα δεξιά πιο πέρα ένα τεράστιο φίδι έσπευδε να απομακρυνθεί για να χωθεί στα πυκνά φυλλώματα έχοντας προλάβει να σκοτώσει το παιδί. Ο Πολυνείκης γεμάτος αηδία και τρόμο μαζί με τον Καπανέα και τον Ιππομέδοντα έπεσαν με τα σπαθιά τους πάνω του κομματιάζοντάς το με απανωτά χτυπήματα ενώ οι άλλοι έτρεξαν κοντά στη γυναίκα με το παιδί.
“Θεοί! Ας ζει! Κάντε μου Θεοί να είναι ζωντανό” έσκουζε έξω από κάθε λογική. Της πήραν με χίλια ζόρια το μωρό απ τα χέρια. Ο Αμφιάραος, καλός γνώστης στην ιατρική, το απίθωσε στη γη και προσπάθησε να του δώσει όση βοήθεια μπορούσε. Ήταν πολύ αργά. Το μωρό πέθαινε στα χέρια τους λαβωμένο θανάσιμα από το δηλητήριο του φονικού φιδιού. Ο μάντης έτρεμε από την συγκίνησή του. Με κόπο συγκρατούσε τα δάκρυά του καθώς στα χέρια του κρατούσε το άψυχο σώμα του παιδιού του βασιλιά. Η Υψιπύλη κραύγαζε στον άνεμο το όνομά του:
“Οφέλτη! Οφέλτη!”
“Δία άρχοντα των Θεών και των θνητών…” ψέλλισε ο Αμφιάραος, “τι σημάδι θανάτου είναι αυτό στην πρώτη μας στράτα!”
Τον κοίταξαν συγκλονισμένοι. Όπως και την τραγική γυναίκα. Θεώρησαν τους εαυτούς τους να έχουν υπαιτιότητα σε αυτό το κακό.
“Πάμε πίσω στο Λυκούργο!” φώναξε αποφασιστικά ο Άδραστος. Τράβηξαν την σπαράζουσα γυναίκα με χίλια ζόρια σε κάποιο άρμα. Σήκωσαν και το νεκρό μωρό και πήραν το δρόμο προς το παλάτι. Οι ώρες που τους περίμεναν προβλέπονταν τραγικές.
Η Αντίδραση του Λυκούργου και της Ευρυδίκης στην είδηση αλλά και στο θέαμα του νεκρού τους παιδιού, του Οφέλτη, ήταν τρομακτική. Όπως δηλαδή είναι για κάθε γονιό που κρατά στην αγκαλιά του νεκρό το μικρό του σπλάχνο. Οι κραυγές τους και ο θρήνος τους, έφεραν αναστάτωση όχι μόνο στο παλάτι αλλά και σε όλη την Νεμέα όπου τα τραγικά νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα σαν τον θάνατο. Οι επτά αρχηγοί μαζί με το βασιλιά στέκονταν εκεί βουβοί και βουρκωμένοι. Τότε ήταν που ο θρήνος για το θάνατο του βρέφους έδωσε τη θέση του στην οργή που κυρίεψε το Λυκούργο και τη γυναίκα του.
“Αυτή φταίει…. Ναι… αυτή σκότωσε το παιδί μας!” ούρλιαξε με κόκκινα μάτια ο βασιλιάς σέρνοντας μαζί και το θυμό της γυναίκας του.
“Της το είχαμε πει! Απ την πρώτη στιγμή της είχαμε πει να προσέχει...όμως…”
“Θα την σκοτώσω! Φέρτε την στα πόδια μου να σέρνεται!” έσκουξε ο Λυκούργος και σε λίγο δύο υπηρέτες πέταξαν στα πόδια του την Υψιπύλη, που έτρεμε διπλωμένη στα δύο κλαίγοντας απαρηγόρητη. Ο Λυκούργος όρμησε πάνω της να την πνίξει ουρλιάζοντας. Τότε ο Άδραστος, ο Τυδέας και ο Αμφιάραος όρμησαν πάνω του.
“Στάσου Λυκούργο!” κραύγασε ο Αμφιάραος. “Δεν φταίει η γυναίκα! Εμείς της τραβήξαμε την προσοχή να μάς πάει σε μια πηγή. Σταμάτα!”
Ένα κουβάρι που δεν ήξερες αν το χαρακτήριζε κλάμα, οργή, θρήνος ή παραλογισμός έδεσε τον Λυκούργο, την Ευρυδίκη, την Υψιπύλη αλλά και τους τρεις άντρες που έμειναν εκεί ένα σώμα όλους μαζί. Το βασιλικό ζευγάρι έπεσε κατά γης κλαίγοντας γοερά πάνω στο άψυχο κορμάκι του γιου τους.
“Ω Δία πατέρα του κόσμου, προστάτη μας, γιατί να δώσεις δύναμη αλήθειας σε αυτόν τον καταραμένο χρησμό! Γιατί;” ήταν τα λόγια του Λυκούργου βγαλμένα από τα βάθη της μαύρης του καρδιάς. Η παλιά βασίλισσα της Λήμνου, η Υψιπύλη, μια τραγική φιγούρα, προσπαθούσε να διώξει από πάνω της την οργή των γονιών του αδικοχαμένου μικρού. Η ζωή της κρεμόταν από μια κλωστή στην κυριολεξία αλλά, κύρια, ήταν ο Αμφιάραος εκείνος, που με τα λόγια και την παρέμβασή του στην βασίλισσα Ευρυδίκη, άλλαξε τις προθέσεις της και τη γλίτωσε τελικά από το θάνατο.
Η Νεμέα βυθίστηκε στο πένθος. Ολάκερη η πόλη τυλίχτηκε στο θρήνο και στο βουβό κλάμα. Όλοι μαζί και οι αρχηγοί της εκστρατείας συνόδεψαν το μικρό Οφέλτη στο τελευταίο νεκρικό του σπίτι. Σε έναν περίβολο που γύρω γύρω ήταν κλειστός με έναν πέτρινο τοίχο. Εκεί αγκάλιασε η γη το μωρό του Λυκούργου, τον Οφέλτη, στο πρόωρο ταξίδι του πριν καταφέρει ο ίδιος και σταθεί στα δικά του βήματα.
Πέρασαν μέρες μέσα στο πένθος το βαρύ και τη σιωπή που σκέπαζε τα πάντα. Ο Άδραστος έδωσε εντολή να σταματήσει ο στρατός κάποιες μέρες. Κάτι στο οποίο όλοι συμφώνησαν. Οι αρχηγοί, για να τιμήσουν το νεκρό και τη μνήμη του, ίδρυσαν γιορτή μεγάλη, τα Νέμεα! [4] Έγιναν αγώνες με πολλά αθλήματα. Συμμετείχαν όλοι και οι οκτώ τιμητικά. Ο Άδραστος πήρε το έπαθλο της ιπποδρομίας, ο Ετέοκλος πρώτος στο δρόμο ταχύτητας, ο Τυδέας στην πυγμαχία, ο Αμφιάραος στο άλμα, ο Πολυνείκης στην πάλη και ο Παρθενοπαίος στο τόξο. Όμως τίποτα από αυτά δεν θα έφερνε πίσω το μικρό Οφέλτη.
Το τραγικό αυτό γεγονός είχε ήδη καθυστερήσει την αναχώρησή τους. Η παραμονή τους στην Νεμέα ύστερα από τα τραγικά αυτά γεγονότα, δεν μπορούσε πια να παραταθεί άλλο. Οι Θηβαίοι, κάθε μέρα που περνούσε, θα προετοιμάζονταν όλο και καλύτερα και αυτό ήταν εμφανώς σε βάρος τους. Πήραν την απόφαση να φύγουν και ήδη έδωσαν σε αγγελιοφόρους την εντολή να ετοιμαστεί ο στρατός για αναχώρηση. Ο αποχαιρετισμός των οκτώ αντρών προς τον Λυκούργο και τη γυναίκα του ήταν γεμάτος μια αφόρητη βουβή συγκίνηση. Φυσικά δεν ξέχασαν την Υψιπύλη. Ένιωθαν να οφείλουν κάτι και σε εκείνη τη δυστυχισμένη γυναίκα, η οποία προσπάθησε να τους βοηθήσει αλλά βρέθηκε στο στόχαστρο του πεπρωμένου της. Πριν φύγουν πέρασαν για μια τελευταία φορά από τον τάφο του μικρού Οφέλτη για να αφήσουν χοές. Ο Αμφιάραος έκανε όλα εκείνα που έπρεπε ως ο πιο κατάλληλος. Το τραγικό εκείνο γεγονός έδειχνε να τούς είχε ενώσει και να έχει παραμερίσει τις τριβές που είχαν φανεί μεταξύ τους. Ναι, ένας τραγικός θάνατος, τόσο άδικος και σκληρός, γιάτρεψε πολλές απ’ τις πληγές τους.
Στάθηκαν με ευλάβεια σιωπηροί μπροστά στον τάφο του μωρού. Είχαν σχηματίσει ένα κύκλο ολόγυρά του με τον Αμφιάραο στο κέντρο να ρίχνει τις χοές. Έμεινε λίγο βουβός συγκινημένος. Κάποια στιγμή ακούστηκε δυνατά η φωνή του:
“Αρχέμορος!”
Οι άλλοι τον κοίταξαν προσεκτικά με απορία.
“Τι είπες Αμφιάραε;” τον ρώτησε ο Ιππομέδοντας.
Χωρίς να τους κοιτά ο μάντης συνέχισε:
“Το όνομά του! Αρχέμορος! Αυτό είναι το όνομα που δίνω στον μικρό Οφέλτη που δεν πρόλαβε να ζήσει…”
“Τι σημαίνει αυτό;” ρώτησε ο Πολυνείκης.
“Αρχέμορος, δηλαδή αρχή κακής μοίρας σύντροφοί μου!” αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τους και συνέχισε: “Οι Θεοί μας έστειλαν ήδη το πρώτο τους σημάδι σε αυτό που πάμε να κάνουμε! Και ο νεαρός Οφέλτης είναι ο Αρχέμορος, αυτός που ξεκινά τον κύκλο της κακής μοίρας. Αυτής που θα ακολουθήσουμε όλοι μας! Τα σημάδια στους χρησμούς ήρθαν πολύ πιο γρήγορα”
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Κανείς δεν έβγαλε μιλιά. Βαθιά στην ψυχή τους όρμησε σαν θύελλα ο λόγος του. Δεν ήταν η ώρα όμως για καινούργιες αντιγνωμίες.
“Πάμε, δεν έχουμε άλλο χρόνο για καθυστέρηση!” τους παρακίνησε ο Άδραστος. Γύρισαν. Ανέβηκαν στα άλογά τους, έριξαν μια ματιά εκεί που ο Οφέλτης, Αρχέμορος πια, κοίτονταν βαθιά στη Γη. Χτύπησαν τα άλογά τους στα πλαϊνά και άρχισαν να καλπάζουν γρήγορα στο δρόμο έξω απ τη Νεμέα. Ο στρατός τους περίμενε.
[1] Παυσανία “Ελλάδος περιήγησις-Κορινθιακά”-Νεμέα
[2] Από τότε εκείνη η πηγή ονομάστηκε “Αδράστεια” γιατί όντως ανακαλύφτηκε από τον Άδραστο. (Παυσανίας “Ελλάδος περιήγησις-Κορινθιακά”-Νεμέα.
[3] Ο μύθος αναφέρει ως γυναίκα του Λυκούργου την Ευρυδίκη ή την Αμφιθέα. Στην τραγωδία του Ευρυπίδη “Υψιπύλη”, στα μέρη που σώθηκαν, γυναίκα του εμφανίζεται με το όνομα “Ευρυδίκη”
[4] Αργότερα, κατά τον Πίνδαρο, τα Νέμεα, έγιναν 2ετή, προς τιμήν του “Οφέλτη Δία” για να εξευμενίσουν τον προστάτη της πόλης.
Το ταξίδι ξεκίνησε! Και από την αρχή, δείχνει τις διαθέσεις του, με τον θάνατο του μικρού Οφέλτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι συγκλονιστική στιγμή τους έμελε να ζήσουν στην Νεμέα! Εκεί που ο χρησμός, συναντάει την τραγωδία/επαλήθευση του!
Και ως κακό οιωνό το εξέλαβε και ο Αμφιάραος, και γι' αυτό ονόμασε τον μικρό Αρχέμορο.
Ομολογουμένως ούτε που κατάλαβα πότε τέλειωσε το κεφάλαιο. Το διάβασα απνευστί, γιατί οι εξελίξεις ήταν πολλές στην πρώτη τους στάση, στη Νεμέα.
Αν κυλήσουν έτσι και τα υπόλοιπα, έχουμε ναι μεν τραγικές στιγμές για τους ήρωες μας, αλλά πολύ ωραία κεφάλαια για εμάς.
Πολλά συγχαρητήρια Γιάννη. Έχεις κάνει εξαιρετική δουλειά πραγματικά. Συνεχίζουμε υπέροχα και αναμένουμε τα επόμενα!
Καλό υπόλοιπο στο Σαββατοκύριακο σου :)
Χαίρομαι, Μαρίνα μου, για την πολύτιμη συντροφιά σου σε αυτό το όμορφο ταξίδι. Μέσα απ' την καρδιά μου, σε ευχαριστώ πολύ για αυτό. Είναι ένα μοναδικό συναίσθημα να νιώθεις ότι κάποιος είναι κοντά σου σε αυτό το ταξίδι με ενεργητική συμμετοχή. Είναι ένα δώρο, το έχω ξαναπεί.
ΔιαγραφήΤο ταξίδι των ηρώων μας ξεκινά με τραγικό τρόπο και τα γεγονότα στην Νεμέα το επιβεβαίωνουν με το χειρότερο τρόπο. Μένει να δούμε τη συνέχεια, που πιστεύω θα σάς κρατήσει σε αγωνία.
Καλή Κυριακή καλή μου φίλη.
Γιάννη μου έχεις κάνει εξαιρετική δουλειά. Και σ' αυτό το κεφάλαιο μας δίνεις πολλές πληροφορίες για άλλα πρόσωπα πέραν των γνωστών που μας κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον παράλληλα με την προγραμματισμένη εκστρατεία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή συνέχεια!
Χαίρομαι, Ελένη μου, που μπόρεσα να σού δώσω ακόμα κάτι πιο ενδιαφέρον και χρήσιμο. Προσπαθώ και να ενοποιήσω χώρους και δράσεις, που στη μυθολογία μας, παρίστανται αποσπασματικά και ξεκομμένα. Να τους δώσω μία συνέχεια.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πάρα πολύ για την παρουσία και το σχόλιό σου καλή μου φίλη.
Καλημέρα Γιάννη μου! Πολλά συγχαρητήρια! Καταπληκτική δουλειά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ για το ταξίδι που μου χαρίζεις κάθε εβδομάδα στα μυθικά μονοπάτια του χρόνου και της ιστορίας.
Με αγωνία περιμένω την εξέλιξη των γεγονότων.
Καλή συνέχεια!
Μαρία μου, πόση χαρά και τιμή το σχόλιό σου καλή μου φίλη. Σε ευχαριστώ πολύ ειλικρινά από καρδιάς για τον πολύτιμο χρόνο σου. Συνεχίζουμε ναι.
ΔιαγραφήΓιάννη, πράγματι κάνεις κάτι πολύ δύσκολο συνδέοντας μεταξύ τους αποκομμένες δράσεις και χώρους, ώστε να έχει ο αναγνώστης μια ομαλή ροή στην ιστορία σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα συγκινητικό κεφάλαιο με την απώλεια μιας εντελώς αθώας ψυχής, όμως η θυσία αυτή είναι η προετοιμασία για τη μεγάλη θυσία που θα ακολουθήσει... Σωστά;
Σωστά Γλαύκη μου. Οι αθώες ψυχές, δυστυχώς, είναι τα πρώτα και άδικα θύματα σε τέτοιες διαμάχες. Νόμος της ζωής και της ιστορικής διαδρομής. Ναι, προσπαθώ να διατηρήσω μια ενότητα όλων αυτών των ιστοριών-μύθων-θρύλων-γεγονότων για να δώσω μια ολότητα στον αναγνώστη.
ΔιαγραφήΗ παρατήρησή σου μού δίνει μεγάλη χαρά αγαπημένη μου φίλη. Καλό σου μήνα.
Τι όμορφες περιγραφές για το χρησμό που αφορά τον Οφέλτη!! Πάντως αν πρόσεξες οι χρησμοί των θεών των Αρχαίων Ελλήνων ήταν βάρβαροι, μια και οι θεοί ήταν δολοπλόκοι με κακίες και μίση. Τι στο καλό θρησκεία κι αυτή! Απόλαυσα τις περιγραφές σου, τη γραφή σου που κάνει το μυθιστόρημα να το ρουφάς...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑύριο η συνέχειά μου
Φιλάκια
Βέβαια, Άννα μου. Δίκιο έχεις. Στους Θεούς τους οι Έλληνες της εποχής, νομίζω και άλλοι λαοί, αποτυπώνουν το επίπεδο σκληρότητάς στην καρδιά τους. Δεν είναι χαρισματικοί και καθαρμένοι αλλά βουτηγμένοι και οι ίδιοι στην "αμαρτία" και στην εκδικητικότητα. Πόσο σε ευχαριστώ και πόσο μεγάλη τιμή τα λόγια και τα σχόλιά σου.
ΔιαγραφήΚαλή βδομάδα αγαπημένη μου φίλη.