"Τα δώρα της Αρμονίας"
Σαλούστιος: "Περί Θεών και κόσμου"
Μια ματιά στα προηγούμενα
3.3 Στη σκιά της σύγκρουσης
Στο στρατόπεδο των Αργείων
Ο Πολυνείκης επέστρεψε στο στρατόπεδο με ένα πνίξιμο στο λαιμό. Με συναισθήματα που έσφιγγαν γύρω του σαν ένα πελώριο φίδι που του έκοβε την ανάσα. Πατούσε ήδη στα χώματα της γης του. Στη Βοιωτία. Απέναντί του, κάποιες εκατοντάδες στάδια απόσταση,[1] έστεκε η Θήβα, η γεννέτειρά του. Με τα στιβαρά της τείχη και τις πελώριες πύλες της. Και πίσω από αυτά, οι γονείς και τα αδέλφια του. Και εκείνος! Ο άνθρωπος που τον ξέκοβε από τους αγαπημένους του. Που του στερούσε το δικαίωμα να ζει κοντά τους μαζί με την νέα του οικογένεια, γυναίκα και παιδί του. Τα λόγια και ο περιφρονητικός τρόπος που τον αντιμετώπισε είχαν μέσα του φουντώσει την οργή του στο έπακρο. Μια μανιασμένη επιθυμία σύγκρουσης, τον είχε κυριεύσει να σπάσει τα εμπόδια που έβαλε μπροστά του. Και ο τρόπος ήταν, τώρα πια, μονάχα ένας! Ο πόλεμος. Η επίθεση στη Θήβα.
Στην βασιλική σκηνή του στρατοπέδου, ο Άδραστος είχε συγκαλέσει το τελευταίο πολεμικό συμβούλιο. Ήταν εκεί όλοι! Αυτός και οι επτά πολέμαρχοι. Οι αρχηγοί που θα σήκωναν την τελική επίθεση κατά της πόλης. Ο Πολυνείκης τούς είχε ήδη ενημερώσει για τα γενόμενα στην συνάντηση με τον αδελφό του. Όλοι πια ήξεραν. Αντικείμενο της κουβέντας τους ήταν η παράταξη του στρατού μπροστά στα τείχη της πόλης. Γενικές κατευθύνσεις, σχηματισμοί και σχέδια επίθεσης. Ο πολεμόχαρος Άρης ήταν ολοκληρωτικά πια “παρών” στη σκέψη και στους σχεδιασμούς τους.
“Ας κάνουμε την τελική μας αναφορά στον σχεδιασμό μας” πήρε το λόγο ο Άδραστος και συνέχισε:
“Τυδέα! Αναλαμβάνεις το χώρο που θα εστιάσει τις πύλες του Προίτου. Καπανέα! Το πάθος σου και η ορμή σου με το λόχο της Ωλένου θα πέσει πάνω στην κεντρική πύλη της Ηλέκτρας. Αυτήν που πρώτη συναντάμε από εδώ μπροστά μας. Ο Ετέοκλος με τους Ορχομένιους θα ριχτεί στις Νήιστες πύλες. Ο Ιππομέδοντας τραβάει στην πύλη της Όγκας Αθηνάς. Οι Αρκάδες με σένα Παρθενοπαίε και το λόχο σας θα χτυπήσετε τις Βορραίες, τις πύλες του Ωγύγου, εκεί κόντρα στο Βοριά φυλαγμένες”. Στη συνέχεια γύρισε προς τον Αμφιάραο: “Οι Ομολοίδες πύλες προσμένουν την αντρεία σου σεβαστέ μας μάντη προσμένοντας πιο πριν χρησμούς να βγάλεις για μας από τα σημάδια που θα δείξουν τα σφάγιά σου”
Σταμάτησε για λίγο. Το βλέμμα του έπεσε στον Πολυνείκη που τον κοιτούσε ατάραχος. Ο γαμπρός του τον πρόλαβε πριν συνεχίσει:
“Απέμειναν σε μένα οι Κρηναίες πύλες βασιλιά μου. Η έβδομη πύλη. Κοντά στη πηγή που ο Κάδμος σκότωσε το δράκοντα του Άρη και έσπειρε τα δόντια του στη γη. Κοντά λοιπόν στη πηγή που έδωσε των Σπαρτών τη φύτρα και το γένος. Το λέω σε όλους να το ακούσετε! Θα είμαι εκεί τιμωρός του θράσους και της ύβρης απέναντι σε όρκους και συμφωνίες. Και δεν θα διστάσω να φορέσω στον επίορκο αδελφό μου το μανδύα του θανάτου που θα τον πάρει στο βασίλειο του Άδη”
Η δήλωσή του προκάλεσε συγκίνηση αλλά και επαίνους στη συνέχεια από όλους. Εκτός από έναν! Αυτόν που αμφέβαλε απ την αρχή για όλα.
“Δεν τελειώσαμε!” φώναξε ο Άδραστος, “Το ιππικό θα καλύπτει τα πλαινά και τα πίσω μας”
“Οι Θηβαίοι θα βγουν απ τα τείχη; Τι πληροφορίες έχουμε;” πετάχτηκε ο Ιππομέδοντας.
“Δεν ξέρουμε” απάντησε ο Τυδέας, “αλλά μακάρι να βγουν στον κάμπο, τους έχουμε του χεριού μας εκεί”
“Μην υποτιμάς το ιππικό τους” διόρθωσε ο Ετέοκλος, “το έχω δει και το ξέρουμε. Θα πρέπει να προσέξουμε”
“Αύριο λοιπόν η μεγάλη μέρα! Στο πρώτο φως του ήλιου, οι Θεοί να δώσουν δύναμη στις καρδιές μας” φώναξε ο Άδραστος.
“Βασιλιά… πριν φύγουμε, κάτι έχω να ρωτήσω το σεβαστό μάντη και συμπολεμιστή μας τον Αμφιάραο”. Η φωνή του Τυδέα προκάλεσε απότομα σιωπή.
“Είμαι εδώ και καρτερώ” απάντησε εκείνος άμεσα.
Ο Τυδέας τον πλησίασε.
“Όλοι ξέρουμε τη γνώμη σου για αυτόν εδώ τον πόλεμο μάντη Αμφιάραε. Όμως είναι κάτι που έχεις αφήσει στο σκοτάδι…”
“Τι εννοείς;” τον ρώτησε
“Κάτι που είχες πει την πρώτη φορά σε ένα άλλο συμβούλιο που κάναμε εκεί στο Άργος”
“Πες μου Τυδέα ξάστερα σε τι αναφέρεσαι;”
“Είχες πει τότε ότι κανείς μας δεν θα βγει ζωντανός από αυτόν τον πόλεμο. Με εξαίρεση έναν από εμάς! Και είχαμε ζητήσει να μας ονοματίσεις το πρόσωπο. Όμως είχες αρνηθεί υποσχόμενος να το κάνεις αργότερα καθώς τότε δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Δεν νομίζεις ότι είναι ώρα να μας το πεις σήμερα;”
Ο Αμφιάραος θα ήθελε εμφανώς να αποφύγει την ερώτηση. Σιώπησε για λίγο και ύστερα μίλησε:
“Αυτό θα το πω μονάχα στον ίδιο! Αυτός έχει σημασία να το μάθει και άλλος κανείς”
Άρχισαν κάποιες μουρμούρες στο συμβούλιο αλλά σύντομα ο Άδραστος έκανε νόημα να σταματήσουν για να φύγει ο καθένας για το λόχο του να ετοιμαστεί.
“Πριν φύγουμε δυό λόγια!” ακούστηκε η φωνή του Πολυνείκη.
Σταμάτησαν και γύρισαν προς το μέρος του. Ξεκίνησε να μιλάει με κάποια φόρτιση.
“Πριν χρόνια ήμασταν ξένοι. Αίμα κοινό δεν κυλάει στις φλέβες μας. Γένη δεν μας ενώνουν. Πέρα από τη συγγένειά μου με το βασιλιά και τον Τυδέα οι άλλοι ήρθατε στη ζωή μου τώρα στο τέλος. Δεν μου οφείλατε τίποτα, δεν με γνωρίζατε. Παρ’ όλα αυτά είστε σήμερα κοντά μου, πρώτοι ανάμεσα σε πρώτους, να σταθείτε και να πολεμήσετε δίπλα μου για το δικό μου δίκιο και τη δική μου γη. Βάζετε τις ζωές σας στη φωτιά, τα σπίτια και τις κλίνες σας στη διάθεση πολεμόχαρων Θεών, το μέλλον σας στη κρίση του Άδη. Νιώθω ευγνωμοσύνη και έναν μεγάλο σεβασμό που είστε εδώ δίπλα μου. Αύριο θα πολεμήσουμε πλάι-πλάι. Σαν να μας ενώνουν τόσα, σαν να μας δένουν δεσμοί αλύγιστοι. Θέλω να ξέρετε ότι αυτό, στην ταπεινή ζωή μου, δεν θα το λησμονήσω ποτέ. Είμαι περήφανος που σας γνώρισα”
Σταμάτησε συγκινημένος. Με πρώτο το βασιλιά και όλους μετά, ήρθαν κοντά του, τον αγκάλιασαν εγκάρδια ένας-ένας. Τα χέρια ενός προς έναν σφίχτηκαν δυνατά. Οι αγκαλιές άνοιξαν για να κλείσουν με σεβασμό και αισθήματα. Όλοι εκτός από τον Αμφιάραο.
Ο Άδραστος μαθαίνει
Το συμβούλιο τελείωσε. Σιγά-σιγά οι πολέμαρχοι αποχωρούσαν απ’ τη σκηνή. Τα ερωτήματα είχαν απαντηθεί και οι όποιες απορίες είχαν λυθεί. Για αυτούς ξεκινούσε σοβαρή δουλειά στη συνέχεια. Έπρεπε να μεταφέρουν τις αποφάσεις και τις οδηγίες στους λόχους τους. Η σκηνή άδειασε. Έμειναν μόνο ο Άδραστος με τον Αμφιάραο. Μόνοι οι δυό τους. Ο μάντης κινήθηκε στην έξοδο.
“Μη φύγεις!” τού είπε ο βασιλιάς. Εκείνος κοντοστάθηκε.
“Τι θέλεις;” τον ρώτησε.
Μιλούσαν ήρεμα, σιγανά. Με μια παράξενη γαλήνη στα λόγια τους.
“Έγιναν πολλά αυτόν τον καιρό ανάμεσά μας” είπε ο Άδραστος.
Ο άλλος δεν μίλησε.
“Δεν θα πεις κάτι;”
“Ότι ήταν να πω το έχω πει. Πολλές φορές με σαφήνεια. Μοιράστηκα μαζί σας το χρησμό μου, σας είπα τους φόβους μου. Ύστερα όλα έγιναν σύμφωνα με τις συμφωνίες μας”
“Ναι αλλά στο κέντρο της οργής σου έβαλες εκείνη”
“Αυτό είναι δικός μου λογαριασμός”
“Και δικός μου Αμφιάραε. Μην ξεχνάς ότι η Εριφύλη είναι αδελφή μου, αίμα μου…”
“Θέλεις κάτι άλλο από μένα; Ότι ήθελες έγινε. Το πετύχατε”
“Το πετύχαμε; Τι εννοείς;”
“Μην αρχίσουμε πάλι αυτόν τον κύκλο βασιλιά. Το πώς η γυναίκα μου και αδελφή σου πήρε την απόφασή της το ξέρουμε καλά”
Ο Άδραστος τον κοίταξε ίσια στα μάτια.
“Αναζητάς ευθύνη τώρα. Αν αποφάσιζε αλλιώς όλα θα ήταν καλώς καμωμένα;”
“Δωροδοκήθηκε Άδραστε! Ο γαμπρός σου την πλησίασε με δόλια μέσα..μού είχε ορκιστεί!”
“Σου είχε ορκιστεί τι;”
“Δεν έχει σημασία τώρα πια έτσι κι αλλιώς”
Ο Άδραστος κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να τονίσει την έντονη διαφωνία του. Με μιας τον ρώτησε ευθέως:
“Ποιος είναι;”
Ο Αμφιάραος κατάλαβε. Η απάντησή του ήταν μάλλον προσχηματική.
“Γιατί θες να μάθεις;”
“Πες μου εσύ γιατί το κρατάς μυστικό; Δική σου είναι αυτή η απόφαση”
Ακολούθησε μια παγερή σιωπή και ύστερα…
“Εσύ είσαι!” ακούστηκε η φωνή του Αμφιάραου, σταθερή, ψυχρή με το βλέμμα γυρισμένο στον βασιλιά. Εκείνος έδειξε να ανατριχιάζει σύγκορμος.
“Τι είπες;” κατάφερε να πει στην ταραχή του ανάμεσα.
“Εσύ Άδραστε θα είσαι ο μοναδικός από εμάς που θα μείνει ζωντανός! Αυτό λέει η μαντεία μου”
Έκανε δύο με τρία βήματα πίσω προσπαθώντας να καταλάβει τι ένιωθε. Ο Αμφιάραος συνέχισε ατάραχος:
“Δεν ξέρω αν αυτό θα είναι εύνοια ή κατάρα των Θεών. Το να ζήσεις δηλαδή αυτό το βίωμα. Να είσαι εκείνος που θα φέρει πίσω στο Άργος τα μαντάτα της καταστροφής. Ή το να κουβαλάς για πάντα το στίγμα του ολέθρου”
Ο Άδραστος ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του.
“Πάψε, δεν θέλω να ακούσω. Κανείς δεν ξέρει την επιθυμία των Θεών. Τα σημάδια τους μπορεί να είναι διφορούμενα. Ο Απόλλωνας ονομάζεται Λοξίας ακριβώς για αυτό. Μπορεί όλα τούτα να μην είναι έτσι όπως τα προβλέπεις και τα γεγονότα να σε διαψεύσουν. Πόσοι και πόσοι χρησμοί είχαν διπλή ερμηνεία μάντη; Πόσοι; Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα. Θα ρίξεις τα σφαχτάρια σου το πρωί και θα δεις. Φύγε τώρα. Όλοι μας χρειαζόμαστε ξεκούραση”
Ο Αμφιάραος έριξε μια ματιά και βγήκε απ τη σκηνή. Πριν φύγει γύρισε και του είπε μια τελευταία φράση:
“Πρόσεξε τουλάχιστον τα παιδιά μου σαν γυρίσεις στο Άργος”
Στη Θήβα ετοιμάζονται
Στο παλάτι της Θήβας όλα ζούσαν στον ίδιο φρενήρη ρυθμό προετοιμασίας. Οι σάλπιγγες του πολέμου ήχησαν από το πρωί στην πόλη. Οι τελευταίοι κάτοικοι ολόγυρα του κάμπου συγκεντρώθηκαν στο εσωτερικό της ακρόπολης. Τα άλογα του ιππικού σήκωναν ψηλά σκόνη από τα ποδοβολητά και τις μετακινήσεις τους. Τα άρματα έμπαιναν σε διάταξη. Οι εφτά πύλες της πόλης έκλεισαν και ασφαλίστηκαν. Τα τείχη εξοπλίστηκαν με ακόντια και βέλη ως και πέτρες ακόμα. Οι λόχοι του στρατού έπαιρναν ήδη θέσεις στο εσωτερικό μπροστά από κάθε πύλη.
Στο παλάτι ήταν όλοι μαζεμένοι για ένα τελευταίο πολεμικό συμβούλιο. Ο βασιλιάς Ετεοκλής, οι στρατηγοί του αλλά και ο Κρέων, ο θείος του και αδελφός της Ιοκάστης. Ο γηραιός παλιός βασιλιάς πριν τον Οιδίποδα, εξακολουθούσε και διατηρούσε μια κραταιή και σεβαστή θέση στη διοίκηση του βασιλείου. Στο συμβούλιο ήταν παρόντες και αγγελιοφόροι που έφερναν παρατηρήσεις από τις κινήσεις του στρατού του Άργους.
“Λοιπόν, συνοψίζω το σχεδιασμό μας” πρόταξε στην κουβέντα ο Ετεοκλής.
“Σε ακούμε” είπε ο Κρέοντας.
“Μελάνιππε, είσαι ένδοξος απόγονος των Σπαρτών, της πρώτης μας φύτρας μας γένος. Στις πύλες του Προίτου θα σταθεί ο λόχος σου μέσα απ τα τείχη. Τον τομέα στις Νήιστες πύλες θα πάρει ο Μεγαρέας. Το γένος των Σπαρτών ζει και στο δικό του αίμα και περιμένω τη φωτιά τους να βγει μέσα από τα χέρια του. Υπέρβιε, γιε του Οίνοπα, στις Πύλες της Όγκας Αθηνάς θα στήσεις το δικό σου τρόπαιο. Το ξέρω! Είμαι σίγουρος. Ο αδελφός σου ο Άκτορας θα πιάσει τις Βόρειες πύλες. Λασθένη, εσύ θα έχεις τις Ομολοίδες. Και εγώ…” σιώπησε για λίγο. Όλοι τον κοίταξαν κατά πρόσωπο, “εγώ θα ακολουθήσω την επιλογή του αδελφού μου!” είπε με βλέμμα χθόνιο και σκληρό. Οι άλλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
“Θα τον έχω στο κατόπι. Όποια επιλογή κάνει θα φροντίσω να βρεθώ μπροστά του. Αυτή είναι η δική μας μοίρα. Απέναντι ο ένας στον άλλον. Για να του κλείσω μια για πάντα το θρασύ του βλέμμα που τόλμησε να σηκώσει κοντάρι στη πόλη που τον ανάθρεψε. Είναι κάτι που θέλετε να κουβεντιάσουμε;”
“Ναι!” πετάχτηκε ο Κρέων.
“Σε ακούμε σεβάσμιε στρατηγέ” του είπε ο Ετεοκλής.
“Οι δικοί μας κατάσκοποι αναφέρουν ότι οι Αργίτες θα χτυπήσουν, κατά λόχους, κυκλικά σε όλα μας τα τείχη”
“Θα βγάλω το ιππικό έξω και δύναμη από πεζούς να χτυπήσουμε πρώτοι” απάντησε ο Ετεοκλής.
“Όχι βασιλιά! Είναι ρίσκο μεγάλο” πετάχτηκε ο Λασθένης.
“Συμφωνώ και εγώ, μην πάμε σε ανοιχτή μάχη στον κάμπο μαζί τους” πρόσθεσε πάλι ο Κρέοντας.
“Μα γιατί; Οι καβαλάρηδές μας είναι φημισμένοι, πολλοί και ψυχωμένοι. Θα τους χτυπήσουμε την ώρα που θα ξεκινά το πρώτο δικό τους κύμα. Από τα δύο άκρα. Και στο κέντρο θα βγάλουμε λόχους με οπλίτες πεζούς για να βαστάξουν στην πρώτη άμυνα” παρουσίασε τη σκέψη του ο Ετεοκλής.
“Φοβάμαι βασιλιά!” συμπλήρωσε και πάλι επιμένοντας ο Κρέοντας “στον κάμπο είμαστε ευάλωτοι, είμαστε λιγότεροι”
“Μα αυτό είναι το καλύτερο! Δεν πρόκειται ποτέ να περιμένουν κάτι τέτοιο” μπήκε στο διάλογο ο Υπέρβιος.
“Ακριβώς αυτό είχα κατά νου” είπε ο Ετεοκλής, “το πρώτο ξάφνιασμα, πάντα η πρώτη μάχη δίνει αέρα. Είμαι σίγουρος για αυτό”
Ακολούθησε για λίγο διάλογος. Συμφώνησαν στην επιλογή του Ετεοκλή.
“Στις θέσεις σας λοιπόν!” πρόσταξε εκείνος για να αρχίσουν να αποχωρούν ο ένας μετά τον άλλο.
“Θείε μη φεύγεις! Σε θέλω!” είπε στον Κρέοντα. Εκείνος έμεινε προσμένοντας με αγωνία να ακούσει τι είχε να του πει.
“Σ’ ακούω παιδί μου”
Ο Ετεοκλής πλησίασε. Η φωνή του μαλάκωσε. Το ύφος του σοβάρεψε.
“Θείε, είναι ώρα να σου ζητήσω κάποια πράγματα”
“Μίλα ελεύθερα Ετεοκλή”
“Πάντα ήσουνα για τη Θήβα ο φύλακάς της. Άγρυπνος φρουρός της. Ήσουν μπροστάρης σαν η σφίγγα ταλάνιζε το λαό μας σκορπώντας το θάνατο. Βασιλιάς πιστός και κραταιός. Κράτησες το λόγο σου και έδωσες την αδελφή σου και μάνα μας στον πατέρα μας νύφη…”
“Μακάρι να μην το έκανα ποτέ!” διέκοψε εκείνος.
“Δεν φταις εσύ για την κατάρα στη γενιά μας. Θέλω να κάνεις κάτι ακόμα για μας”
“Ξέρεις ότι θα σεβαστώ κάθε σου επιθυμία”
“Αυτό ακριβώς θέλω Κρέοντα. Να σου πω τις στερνές μου επιθυμίες πριν τη μεγάλη μάχη…”
“Μην σκέφτεσαι έτσι γιε του Οιδίποδα. Καμιά μάχη δεν χάνεται πριν να δοθεί…”
“Οφείλει ο συνετός ηγεμόνας να φροντίζει για τα μετά αν κάτι δεν πάει καλά…”
“Νομίζω…”
“Μην με διακόπτεις! Θέλω να φροντίσεις τους γονείς μου και τις αδελφές μου. Ειδικά η Αντιγόνη θα γίνει νύφη σου. Του Αίμονα γυναίκα. Αλλά αυτό που θέλω είναι άλλο” είπε και το βλέμμα του έγινε πάλι γυάλινο, μοχθηρό, γεμάτο μίσος.
“Σαν τι;” τον ρώτησε ο Κρέοντας.
“Αν τύχει και σκοτωθώ στης μάχης την αντάρα και την ίδια στράτα πάρει με μένα στον Άδη ο Πολυνείκης, δεν θέλω να τον αγκαλιάσει η γης!”
Ο Κρέοντας τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
“Νιώθω την οργή σου παιδί μου…”
“Θέλω το κουφάρι του να το φάνε τα θεριά και τα αρπαχτικά πουλιά. Δεν θέλω να τον αγκαλιάσει το χώμα της Θήβας, ακόμα και πεθαμένο. Το πρόσβαλε, το μόλυνε. Αυτό θέλω από σένα, είναι επιθυμία μου και θέλω να το κάνεις”
Ο Κρέοντας τον κοίταξε για λίγο. Πήρε γρήγορα την απόφασή του με εξ ίσου σκληρό βλέμμα.
“Δεν θέλω να στέκομαι σε άσχημες σκέψεις σου Ετεοκλή. Το δόρυ με το δικό σου χέρι θα γίνει σκήπτρο νίκης πάνω στα κορμιά τους. Αλλά, μείνε ήσυχος για την προσταγή σου”
Πριν οι σάλπιγγες ηχήσουν
Το πρώτο φως της επόμενης μέρας άρχισε να ροδίζει κατά την Ανατολή. Ο ουρανός ήταν καθαρός και ελάχιστα σύννεφα ήταν έτοιμα να καλωσορίσουν το πρώτο σήκωμα του ήλιου. Μια παράξενη σιωπή βασίλευε στον κάμπο της Θήβας. Λες και όλα τα πλάσματα της φύσης ολόγυρα κρατούσαν την ανάσα τους.
Ο Αργίτικος στρατός ήδη ξεκινούσε να διανύει τα πρώτα του στάδια απέναντι στα τείχη της Θήβας. Ο Άδραστος καβαλίκεψε τον Αρίωνα τον κυανοχαίτη. Ένα περήφανο ανίκητο μέχρι τώρα άλογο, προσωπικό δώρο του Ηρακλή στον βασιλιά του Άργους. Στάθηκε πρώτος στη γραμμή της παράταξης με δεξιά κι αριστερά τους υπασπιστές του. Θα οδηγούσε το Ιππικό, που είχε χωριστεί σε τρία τμήματα. Ένα στο κέντρο μπροστά και άλλα δύο στα πλάγια της παράταξης.
Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε τα λοφία των οπλιτών αλλά και των καβαλάρηδων. Ένα παράξενο λευκό χαλί φαίνονταν ο λευκάσπιδος Αργίτικος στρατός, από ψηλά. Λες και κάποιος το είχε απλώσει σε ολάκερο τον κάμπο.
Στη γωνία, στο πλάτωμα πάνω στις εξωτερικές επάλξεις του παλατιού, ένας άντρας και μια γυναίκα είχαν σμίξει σε μια δική τους αγκαλιά. Μια αγκαλιά αποχαιρετισμού και αγωνίας. Ο άντρας ήταν ψηλός, στιβαρός, ντυμένος τη στολή ενός πολέμαρχου. Στο ένα του χέρι κρατούσε την χάλκινη περικεφαλαία του και το άλλο του χέρι κρατούσε με πάθος μια γυναίκα.
Η Ισμήνη άπλωσε τα χέρια της να κρατήσει στην αγκαλιά της τον νεαρό και επιβλητικό άντρα. Στα μάτια της ήταν ζωγραφισμένη όλη η αγωνία του αποχωρισμού. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια λες και ήθελε να φυλακίσει το χρόνο μέσα τους.
“Θέλω να προσέχεις Περικλύμενε, αν πάθεις κάτι….” λύγισε στα λόγια της.
Ο επιβλητικός πολέμαρχος χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά της.
“Μην φοβάσαι αγαπημένη μου. Στο υπόσχομαι”
“Θα σε περιμένω στον ναό της Αθηνάς, θα είμαι εκεί”[2]
“Εντάξει, θα βρω το χρόνο να σε δω” της είπε.
Αποχωρίστηκαν με ένα παθιασμένο φιλί. Καρπός του έρωτα που κρατούσε τη φωτιά αναμμένη στις καρδιές τους. Ο Περικλύμενος φόρεσε την χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι του. Έσφιξε τη θήκη με το ξίφος του στη ζώνη του. Χώρισαν. Γύρισε και της έριξε μια τελευταία ματιά λίγο πριν χαθεί προς τις πύλες της πόλης για να πάρει τη θέση του στη μάχη που ξεσπούσε. Η Ισμήνη έσυρε τα βήματά της στον ναό της Αθηνάς. Ήταν χτισμένος έξω απ τις πύλες της πόλης προς την άλλη μεριά. Πίστευε μακριά από το πεδίο της σύγκρουσης.
Ο Τυδέας έστεκε στο λόχο του μπροστά ασυγκράτητος. Είχε φορέσει την πανοπλία του και στο αριστερό του χέρι κρατούσε την ασπίδα του. Ένας ουρανός ήταν χαραγμένος πάνω της γεμάτος αστέρια. Στο κέντρο έστεκε σκαλιστό ένα ολόγιομο μεγάλο φεγγάρι και ολόγυρά του μια μεγάλη κορώνα, και απέναντι ένα μάτι της νύχτας. Στο δεξί του χέρι βάσταγε ήδη γυμνό το σπαθί του. Με τις κραυγές του είχε ήδη ξεσηκώσει το λόχο του βλαστημώντας τους εχθρούς καλώντας μεγάλο κακό να κάνει.
Αμέσως δίπλα του ο Καπανέας, γιγάντιος στο κορμί, προκαλώντας τρόμο με την εμφάνισή του. Στη λευκή του ασπίδα ήταν χαραγμένος γυμνός πελώριος άντρας βαστώντας στα χέρια αναμμένο πυρσό. Τα χρυσά σκαλιστά γράμματα πάνω έγραφαν “Την πόλη θα κάψω”. Ενθάρρυνε το λόχο του με φωνές τρομερές και απειλές ανήκουστες για τους Θηβαίους και τη πόλη.
Πιο πέρα ο Ετέοκλος πάνω στην ατίθαση φοράδα του. Στεκόταν ήρεμος, αποφασισμένος. Στο άλογό του ήταν κρεμασμένη η ασπίδα του με χαραγμένη στο κέντρο μια σκάλα στηριγμένη στα τείχη της Θήβας. Οι καβαλάρηδες πίσω του ένα δικό του νεύμα καρτερούσαν για να ορμήσουν μπροστά.
Ο Ιππομέδοντας έστεκε πεζός ολόρθος κάτω από το άρμα του. Με το πελώριο μπόι του ξεχώριζε μπροστά στους δικούς του. Στο αριστερό του χέρι ήταν περασμένη η δική του ασπίδα, ολοστρόγγυλη. Ξεχώριζε σκαλιστός ο Τυφώνας στο κέντρο να ξερνάει μαύρο καπνό από το στόμα του και ολόγυρα ένας διάκοσμος από φίδια συμπλήρωναν το ανάγλυφο.
Αμέσως μετά ο Παρθενοπαίος. Ο ευγενικός μα συνάμα και ατρόμητος Αρκάδας, πανέμορφος και επιβλητικός. Η Σφίγγα ξεχώριζε σφυρήλατη στο κέντρο της ασπίδας του, βαστώντας στα αιμοβόρικα νύχια της Θηβαίο πολεμιστή.
Ο Αμφιάραος με το λόχο του ξεχώριζε. Πάνω στο άρμα του, με τον οδηγό του τον Βάτωνα. Έχοντας στο ξημέρωμα κάνει τις θυσίες του ρίχνοντας τα σφάγια για χρησμούς. Στεκόταν με βλέμμα αλλόκοτο, μακρινό. Λες και ήδη πια η σκέψη του είχε φύγει πέρα μακριά απ τον κάμπο της Θήβας. Ξεχώριζε η κατάλευκη ασπίδα του χωρίς κανένα σημάδι ή σκάλισμα.
Τέλος στην άκρη της παράταξης έστεκε ο Πολυνείκης. Πολλές στιγμές ένιωθε τη συγκίνηση να τον πνίγει και να του φέρνει τρεμούλα στα χέρια. Κάτι που δεν μπορούσε να διανοηθεί. Η ασπίδα του ήταν σκαλισμένη σε δύο εικόνες. Μια γυναίκα, η Δίκη από τη μία πλευρά και στο άλλο μέρος αντίκρυ της ένας μαλαματένιος πολεμιστής να την ακολουθεί. Η επιγραφή στην ασπίδα έγραφε: “Πίσω θα φέρω αυτόν να ξαναπάρει τα πατρικά παλάτια και την πόλη”.[3]
Όλα ήταν έτοιμα. Είχε έρθει η μεγάλη στιγμή. Το τελευταίο νεύμα. Ο παιάνας στις σάλπιγγες για να ξεκινήσει η επίθεση του Αργίτικου στρατού.
“Έλα μάνα βιάσου!” ακούστηκε γεμάτη αγωνία η φωνή της Αντιγόνης. Πίσω της η Ιοκάστη προσπαθούσε, με όση δύναμη έμενε στη λιπόσαρκη μορφή της, να ανέβει τα πέτρινα σκαλιά στα τείχη της πόλης. Μπροστά τους πήγαινε ένας ώριμος στην ηλικία άντρας, που σίγουρα ήταν κάτι σαν οδηγός τους.
“Παιδί μου, δεν έχω δυνάμεις εύκολα να δαμάσω τούτες τις πέτρες…” απάντησε με την ανάσα της να κοντεύει να την πνίξει.
“Αμ με τα χέρια του Ζήθου και του Αμφίωνα αναστήθηκαν τούτα τα ανίκητα τείχη!” φώναξε ο άντρας μπροστά τους, “και τώρα ήρθε η ώρα να μας προστατέψουν απ τη μανία των Δαναών. Ελάτε Κυράδες μου από εδώ” τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν.
Όσο ανέβαιναν τόσο ο κάμπος στη Θήβα άρχισε να φαίνεται μπροστά στα μάτια τους σε όλο σχεδόν τον ορίζοντα. Μπορούσαν ήδη να δουν τους Θηβαίους στρατιώτες πάνω στις επάλξεις έτοιμους για την άμυνα. Με μεγάλη δυσκολία, που βάραινε περισσότερο την πολυταλαιπωρημένη Ιοκάστη, κατάφεραν να φτάσουν ψηλά στις επάλξεις. Πλησίασαν στους στρατιώτες. Κάποιοι τους κοιτούσαν δύσπιστα, κάποιοι όχι. Κάποιοι γνώρισαν την Ιοκάστη, την παλιά τους βασίλισσα και υποκλίθηκαν με τιμή. Στους άλλους έδωσε εξηγήσεις ο άντρας συνοδός που ήταν αξιωματικός της φρουράς τους στο παλάτι.
Σε λίγο έφτασαν στην κορυφή. Δεξιά τους ήταν οι πύλες του Προίτου και αριστερά οι μεγάλες πύλες της Ηλέκτρας.
“Εδώ! Ελάτε να σταθείτε εδώ, είναι το πιο ασφαλές σημείο. Όμως δεν θα μείνουμε για πολύ. Σε λίγο εδώ θα γίνεται χαλασμός απ την αντάρα της μάχης” τους είπε ο συνοδός τους.
Η Αντιγόνη στάθηκε στις επάλξεις. Σε λίγο δίπλα της έφτασε και η Ιοκάστη.
“Η Ισμήνη γιατί δεν ήρθε;” την ρώτησε η κόρη της.
“Μου είπε θα πάει στον ναό της Αθηνάς, εκεί είναι η θέση της αυτές της ώρες” απάντησε εκείνη.
“Ω Αθηνά προστάτιδά μας, γέμισε ο κάμπος με πολεμιστές. Ως πέρα στον Ισμηνό αλλά και εκεί που πέφτουν οι πηγές της Δίρκης άσπρισε η γη από τις ασπίδες των πολεμιστών. Σκόνη πηχτή ανανταριάζει στον αέρα από τα πόδια των αλόγων…” σκέφτηκε φωναχτά η Αντιγόνη.
“Τι θα απογίνουμε; πόσο κακό ακόμα να μας βρει;” πρόσθεσε δίπλα της η Ιοκάστη.
“Που στέκει ο αδελφός μου Δήλιε;” ρώτησε η Αντιγόνη τον αξιωματικό που τις συνόδευε.
“Δεν ξέρω, δεν έχει συγκεκριμένη θέση, απ ότι έμαθα θα είναι παντού”
Η Ιοκάστη άπλωσε το βλέμμα της μπροστά σαν να προσπαθούσε να διακρίνει ως πέρα στις γραμμές των Δανάων.
“Τι προσπαθείς να διακρίνεις κυρά μου; Σε βλέπω και βασανίζεις το βλέμμα σου” την ρώτησε ο Δήλιος.
“Εκείνον! Τον Πολυνείκη. Το ένα κομμάτι απ την ίδια μου τη ζωή που στέκεται απέναντι στοχεύοντας με το δόρυ και το σπαθί του τον άλλο μου γιο. Να μην βρεθεί μάνα σε ολάκερη τη ζήση που να βιώσει τη δική μου κατάρα. Να δω τα δυό μου τα παιδιά να αντιμάχονται μπροστά μου. Ω Λοξία Απόλλωνα, κάνε τούτη τη φορά οι χρησμοί σου να απαλύνουν του θανάτου τη μοίρα. Βάλε μπροστά στα βήματά τους τάφρο αξεπέραστη να μην την δρασκελίσουν τα ατίθασα άτια τους και να φτάσουν ο ένας αντίκρυ στον άλλο..”
Η Αντιγόνη την ζύγωσε. Πιάστηκε από τους ώμους της. Ο αγέρας άρχισε να φυσάει δυνατότερα και έτσι η σκόνη απ τα άλογα και τα βήματα των στρατιωτών σηκώθηκε ψηλά στον κάμπο. Ξάφνου απ τη μέσα μεριά των τειχών της πόλης ήχησε μεγάλος αχός. Η γη άρχισε να σειέται και σκόνη πολύ σηκώθηκε στον αγέρα.
“Τι συμβαίνει Δήλιε;” ρώτησε με αγωνία η Αντιγόνη.
“Δεν καταλαβαίνω, οι καβαλάρηδές μας κινούνται. Να εκεί! Δείτε! Ζυγώνουν κατά την πύλη της Ηλέκτρας. Και πίσω τους αρματωμένοι οι πεζοί, οι οπλίτες μας”
“Τι θέλουν να κάνουν;” ρώτησε η Ιοκάστη.
Την ίδια στιγμή οι μεγάλες πύλες της Ηλέκτρας άρχισαν να ανοίγουν. Με μεγάλη ταχύτητα και σε πυκνές γραμμές το ιππικό της Θήβας άρχισε να βγαίνει απ τα τείχη.
“Που πάνε;” φώναξε η Αντιγόνη με αγωνία. Ο Δήλιος προσπαθούσε να δει. Οι στρατιώτες δίπλα στα τείχη άρχισαν να ετοιμάζουν τα τόξα και τις φαρέτρες τους.
“Βγαίνουν στον κάμπο!” Είπε ο Δήλιος. “Κινούνται προς τα έξω, να! δείτε. Βγαίνουν οι καβαλάρηδές μας σε παράταξη μάχης. Και από πίσω βλέπω τους οπλίτες μας κι αυτούς κονταροφορεμένους να βγαίνουν παραταγμένοι σε λόχους. Θαρρώ πρώτοι θα κινήσουμε επίθεση. Ο βασιλιάς αποφάσισε να τους ξαφνιάσει”
Ο κάμπος μπροστά στα τείχη της Θήβας γέμισε με καβαλάρηδες που παρατάχτηκαν σε τρία μέτωπα, ένα στο κέντρο και τα άλλα δύο στα άκρα. Πίσω τους άρχισε να παρατάσσεται γρήγορα ασπιδοφορεμένο με τα δόρατα παρατεταγμένα το πεζικό. Οι σάλπιγγες άρχισαν να ηχούν. Στην απέναντι άκρη, στη μεριά της δύναμης του Άργους επικρατούσε οχλαγωγία.
“Κυράδες μου, είναι ώρα να φύγετε από εδώ. Δεν μπορώ να σας αφήσω. Σε λίγο μάχη θα ξεκινήσει μεγάλη. Είναι πια πολύ επικίνδυνα. Ακολουθείστε με στο παλάτι, πρέπει να κατεβείτε τώρα. Οι Αργείοι μπορεί να εξαπολύσουν τα βέλη απ τη φαρέτρα τους” τους κάλεσε με φανερή αγωνία ο Δήλιος. Δεν πρόλαβαν να κινηθούν και ήδη οι καβαλάρηδες της Θήβας σε πλήρη ανάπτυξη ξεκίνησαν με κοντάρια στα χέρια να εφορμούν στην παράταξη του εχθρού απέναντι. Πίσω τους αναπτυσσόταν πολύ γρήγορα το πεζικό κινούμενο στην ίδια κατεύθυνση. Ο Ετεοκλής έκανε πράξη την απόφασή του. Αποφάσισε να τους αιφνιδιάσει με την πρώτη επίθεση εναντίον τους. Η μάχη σε λίγο θα ξεκινούσε τρομερή.
“Θέλω να μείνω!” φώναξε η Αντιγόνη.
Ο Δήλιος την πλησίασε πιάνοντάς την από τους ώμους.
“Δεν έχει νόημα κόρη μου! Έλα, γυρίζουμε πίσω. Πρέπει να επιστρέψετε στο παλάτι. Και να κάνετε σπονδές στους Θεούς να τελειώσει τούτη η καταστροφή το γρηγορότερο και η πόλη μας να σωθεί”
Κατάφερε να τις τραβήξει προς τα κάτω. Η Ιοκάστη ήταν πιο δεκτική σε αντίθεση με την Αντιγόνη που ήθελε να μείνει. Καθώς ο κάμπος ολόγυρα έτρεμε στον καλπασμό των καβαλάρηδων και στα χτυπήματα που έκαναν οι οπλίτες με τα δόρατα πάνω στις ασπίδες τους.
“Πάμε κόρη μου, δεν αντέχω να βλέπω! Μιας και του πολέμου η μανία ξεκίνησε, όλοι μας οι κόποι κι οι παρακλήσεις πήγαν χαμένες. Μας μένει μόνο να παρακαλάμε τους Θεούς να το τελειώσουν γρήγορα όλο αυτό” ακούστηκε η Ιοκάστη με συγκίνηση.
[1] Το “στάδιο” ήταν αρχαία μονάδα μέτρησης μήκους. Ισοδυναμούσε με το μήκος ενός αθλητικού σταδίου, δηλαδή περίπου 195 μέτρα.
[2] Η Ισμήνη ήταν ιέρεια στον ναό της Αθηνάς
[3] Η περιγραφή των ασπίδων των επτά στρατηγών του Άργους αναφέρεται στην τραγωδία του Αισχύλου “Επτά επί Θήβαις” (Στίχοι 375-652)
(Συνεχίζεται...)
Ετυμολογία
Κρέων: “κρείων”=βασιλιάς, κυβερνήτης, άρχοντας
Μελάνιππος: “μέλας”=μαύρος “ίππος”=άλογο. Αυτός που έχει μαύρα άλογα
Υπέρβιος: “υπέρ” + “βιος”= αυτός που έχει μακροζωΐα
Περικλύμενος: “περί” + “κλύμενος”=περίφημος
"Με κομμένη την ανάσα" περιμένουν εκείνοι, περιμένουμε κι εμείς να ξεκινήσει η μάχη, με τους άντρες και των δυο στρατοπέδων αποφασισμένους να νικήσουν. Οι γυναίκες, πάντα πιο σοφές, τραγικές φιγούρες θρηνούν μέσα τους προκαταβολικά για την αναπόφευκτη καταστροφή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο κοράκι του Πόε μου έρχεται στο νου. Το βλέπω να πετάει πάνω απ' τον κάμπο της Θήβας, αλλά και να φτεροκοπάει μέσα στην ψυχή της Ιοκάστης και των κοριτσιών της.
Πολύ δυνατό κι αυτό το κεφάλαιο. Μπράβο Γιάννη.
Σε φιλώ και καλή εβδομάδα.
Μαρία μου, αγαπημένη μου φίλη. Η παρομοίωσή σου με το "κοράκι" του μεγάλου Πόε είναι μια υπέροχη πραγματικά έμπνευση. Ναι, ένα μαυροπούλι του θανάτου πετά έξω απ' τα τείχη της Θήβας και καραδοκεί.
ΔιαγραφήΟι καρδιές των γυναικών, πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις, χτυπούν αλλιώτικα και ανθρώπινα με τα αιώνια μηνύματά τους.
Ποιος τις ακούει;
Ευχαριστώ καλή μου φίλη, να είσαι καλά, καλή βδομάδα.
Εκανα εικόνα τη μουσική και εκ του σύνεγγυς είδα το στρατό να καλπάζει προς τις πύλες, τις σημαίες να κυματίζουν, ακόμα και το πάθος είδα, τη φιλοδοξία για τη νίκη, χωρίς να ξέρουν πως ευάλωτοι ήταν και τα δύο στρατόπεδα. Αιχμάλωτοι του μίσους, της φιλοδοξίας, της αλαζονείας, αιχμάλωτοι της μοίρας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤραγικές φιγούρες οι γυναίκες! Ένα ακόμα εξαιρετικό κεφάλαιο με πολλά μπράβο! Καλή συνέχεια Γιάννη!
και Καλή εβδομάδα!
Τραγικές φιγούρες οι γυναίκες, Αννίκα μου. Ο αντιπολεμικός συμβολισμός είναι παρών καθώς μόνο η γυναίκα νιώθει την απέχθεια του πολέμου. Η ίδια ζωοδότρα αρνείται αυτή τη ματαιοδοξία και φρικαλεότητα του πολέμου.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Αννίκα μου για την παρέα σ' αυτό το ταξίδι, αγαπημένη μου φίλη. Να είσαι καλά για το σχόλιο και το χρόνο σου.
Η περιγραφή σου Γιάννη μας έκανε να νιώθουμε, σαν να βρισκόμαστε στις προετοιμασίες της μάχης. Σαν να ήμαστε εκεί την ώρα που ξεκινά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα νιώθουμε την απόγνωση της Ιοκάστης, μέσα στην τραγικότητα της ζωής της, που ανήμπορη παρατηρεί τους γιους της έτοιμους να σκοτωθούν.
Αλλά και πρωτύτερα, γινόμαστε μάρτυρες της κακίας του βασιλιά, που θέλει άταφο να μείνει το πτώμα του αδερφού του και ακόμα και μπροστά στον θάνατο δείχνει αλαζονία και ασέβεια.
Αναμένουμε με χαρά τα επόμενα. Η δράση θα κορυφωθεί με την μάχη και αναμένουμε τις εξελίξεις.
Μπράβο σου Γιάννη.
Καλό απόγευμα :)
Πόσα αντιφατικά συναισθήματα γεννά η εξέλιξη των γεγονότων, Μαρίνα μου ναι; Η πλευρά των γυναικών, που, όπως είπα και στην Αννίκα, είναι η μοναδική που κατανοεί τη φρικαλεότητα του πολέμου. Δεν μπορεί να τον κατανοήσει, τον αποστρέφεται και δικαίως μιας και αποτελεί ευτελή καταστροφή της ζωής.
ΔιαγραφήΑυτό δηλαδή που λες. Η ασέβεια, η ύβρις, η αλαζονεία, η σκληρότητα.
Χαίρομαι που είσαι εδώ αγαπημένη μου και σε ευχαριστώ με την καρδιά μου.
Συνεχίζουμε τη μαρτυρική εξέλιξη.
Γιάννη μου ενδιαφέρον και αυτό το κεφάλαιο. Αναλογίζεται κανείς πόσες ζωές χάνονται σε έναν πόλεμο, σε ένα πόλεμο που αποφασίζουν οι λίγοι και χάνονται πολλοί. Εκείνη την εποχή τουλάχιστον πολεμούσαν μπροστά και οι αρχηγοί, στη σημερινή εποχή κινούν τα νήματα από τα ασφαλή επιτελεία τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για την Ιοκάστη, τη τραγική μάνα! Να βλέπει τα παιδιά της να πολεμάνε το ένα το άλλο.
Καλή συνέχεια!
Σοφές και μεστές οι κουβέντες με τις σκέψεις σου, Ελένη μου. Τίποτα δεν άλλαξε για τον πόλεμο, τα αίτια και τα αποτελέσματά του. Τους ενόχους και τα θύματα. Αλλά και τις τραγικές εκείνες μορφές, που παρακολουθούσαν ανήμπορες τη σφαγή των σπλάχνων τους. Τρομερός ο συμβολισμός ε;
ΔιαγραφήΜονάχα αυτό που λες ναι! Τουλάχιστον τότε εκείνα τα χρόνια, οι αρχηγοί ήταν μπροστά. Λούζονταν πρώτοι τις επιλογές τους, είχαν τουλάχιστον αυτή τη λεβεντιά και την ευθύνη. Τώρα είναι καταχωνιασμένοι στις τρύπες τους. Ευχαριστώ Ελένη μου για την παρουσία σου.
Καλό σαββατοκύριακο καλή μου φίλη.
Από την πρώτη λέξη που άρχισα να διαβάζω, το μουσικό κομμάτι που επέλεξε η Γλαύκη αυτή την φορά με έβαλε στο κλίμα του πολέμου που δεν μου αρέσει να βρίσκομαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόλεμος! και μόνο η λέξη σε τρομάζει...πόσοι θα χαθούν και πόσες γυναίκες θα κλάψουν την απώλεια των συντρόφων τους μόνο και μόνο γιατί οι έριδες των αδελφών μεταξύ τους δεν έχουν τελειωμό, να θέλουν την εξουσία!
Να σου πω Γιάννη σκέφτομαι μόνο εκείνη την μάνα τι πόνο και ωδίνη θα ένιωθε να βλέπει τα παιδιά της να αλληλοσκοτώνονται τρομερό!! εκεί θα σταθώ!!
Αν κυβερνούσαν οι γυναίκες τον κόσμο δεν θα υπήρχε ο πόλεμος φίλε μου.
Θα περιμένω την συνέχεια που την φαντάζομαι τρομερή...
Πόλεμος είναι αυτός είπαμε...😢
Δεν είναι καθόλου τυχαίοι οι συμβολισμοί πάνω στον πόλεμο, Ρούλα μου. Η γυναίκα, σαν οντότητα ζωής, ναι, είναι απέναντί του! Δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το χαμό, το θάνατο και τη φρίκη.
ΔιαγραφήΑλλά, καλή μου φίλη, ο πόλεμος έχει αίτια και τα αίτια έρχονται να πατήσουν πάνω σε ταξικά συμφέροντα, σε διεκδικήσεις, σε βλέψεις. Ανέκαθεν.
Χαίρομαι που είσαι εδώ. Ευχαριστώ για τη φρεσκάδα της συμμετοχής σου, τις σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου.
Καλή βδομάδα καλή μου φίλη.
Ένα θαυμάσιο κεφάλαιο! Πολύ δυνατή η αφήγησή σου καθώς και οι περιγραφές των συναισθημάτων των ηρώων ακόμη και της εξωτερικής παρουσίας τους. Δεν είναι δυνατόν να μην πλάσει κανείς ολοζώντανες εικόνες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ τραγικότητα των προσώπων ταράζει τον αναγνώστη, αφού συμπάσχει. Η αλαζονεία, ο εγωισμός, ο φόβος, η θλίψη, η αγωνία, ο πόνος, ο θυμός και πόσα άλλα έρχονται να αναδείξουν για άλλη μια φορά τη ματαιότητα όσων πράττει ο άνθρωπος δίχως να μπορεί να ελέγξει τις αδυναμίες και τα πάθη του.
Μπράβο, Γιάννη!
Πόσο σε ευχαριστώ το ξέρεις. Και για τα λόγια, τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου αλλά και τη συμβολή σου στην επιτυχία με τη μουσική σου επιμέλεια, Γλαύκη μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνανταριάζει η γη της Θήβας, καλή μου φίλη. Ο πόλεμος ήρθε φονικός και γεμάτος οδύνες.
Καλή βδομάδα και σε ευχαριστώ καλή μου φίλη.
Δραματικές στιγμές λίγο πριν τη μάχη!!Δεν μπορώ να καταλάβω πώς από την αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης οι περισσότεροι άντρες λατρεύουν τον πόλεμο!! Έχει σφιχτεί η καρδιά μου κι ας ξέρω την ιστορία που γράφεις, ας ξέρω την κατάληξη, ας γνωρίζω το τέλος. Τόσο παραστατικά που τα γράφεις, τόσα ζωντανά που με συνεπαίρνουν και γεννούν μύρια συναισθήματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Ετεοκλής πολύ μικρός για να γραφτεί στην Ιστορία. Να φάνε το νεκρό σώμα του αδελφού του τα όρνια!! Τι μικρόψυχος!!
Πάμε στο επόμενο
Καλό βράδυ
Ναι, Άννα μου, πολύ εριστικός, μικρόψυχος, αλαζονικός. Ανάξιος των περιστάσεων. Οι άντρες που λατρεύουν τον πόλεμο. Μεγάλη κουβέντα σηκώνεις και άντε τώρα να βρεις απαντήσεις. Μόνο άρρωστοι άνθρωποι αγαπούν τον πόλεμο. Διαταραγμένες προσωπικότητες και αντιλήψεις μπορούν να ακολουθούν τη βία και το αίμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο σου και την πολύτιμη συντροφιά σου εδώ, Άννα μου. Συνεχίζουμε.