H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 23η δημοσίευση

   "Τα δώρα της Αρμονίας"


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Στην προηγούμενη δημοσίευση είχαμε το κεφάλαιο 3.3, όπου ήδη βρισκόμαστε στη σκιά της πρώτης μάχης μπροστά στη Θήβα. Στο στρατόπεδο των Αργείων και των συμμάχων τους, γίνονται οι πρώτες στρατιωτικές συσκέψεις, για να χαράξουν την τακτική της μάχης. Όλοι δηλώνουν τη συγκινητική τους συμπαράσταση στον Πολυνείκη.
Στη συνέχεια, ο Αμφιάραος θα έχει μια ιδιωτική συνάντηση με το βασιλιά Άδραστο. Εκεί θα κάνει τη μεγάλη του αποκάλυψη. Ο βασιλιάς θα είναι ο μόνος και εκείνος, που θα επιβιώσει από την εκστρατεία αυτή. 
Στη Θήβα, ο Ετεοκλής με τους στρατηγούς του θα σχεδιάσουν την άμυνα της πόλης. Ο βασιλιάς θα ορίσει τον επικεφαλής, που θα στηρίξει την άμυνα σε κάθε μία από τις επτά πύλες της πόλης.
Ο Ετεοκλής, σε προσωπική συνάντηση με τον Κρέοντα, θα τον ορίσει αντικαταστάτη σου, σε περίπτωση που ο ίδιος δεν επιβιώσει. Θα ζητήσει δε με επιτακτικό τρόπο από τον Κρέοντα, σε περίπτωση θανάτου του αδελφού του, να μην δοθεί κανένας σεβασμός στο σώμα του και να παραμείνει άθαφτο έρμαιο στα αρπακτικά. 
Λίγο πριν ηχήσουν οι σάλπιγγες της πρώτης μάχης, στα τείχη της Θήβας, η Ιοκάστη με την Αντιγόνη θα γίνουν τραγικοί θεατές στις πρώτες στιγμές έναρξης της αντάρας και του χαμού.
Η Ισμήνη αποχαιρετά τον αγαπημένο της, Περικλύμενο, πριν αυτός φύγει για τη μάχη. Η ίδια θα μείνει στον ιερό ναό της Αθηνάς έξω απ' τα τείχη της πόλης, εκεί που, ως ιέρεια, το καθήκον της ορίζει.
Οι επτά πολέμαρχοι του Άργους έχουν ήδη μπει επικεφαλής των τμημάτων τους. Οι σάλπιγγες ηχούν. Ο πόλεμος σημαίνει.

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η σημερινή μουσική επιλογή της καλής μας φίλης συνεχίζει να είναι εκπληκτική. Πως θα μπορούσε άλλωστε. Την αφήνουμε να συνοδεύσει την ανάγνωσή μας.




3.4 Η μάχη στον κάμπο

 

“Άδραστε οι Θηβαίοι επιτίθενται στον κάμπο!” ακούστηκε αγχώδης η φωνή του Πολυνείκη καθώς πλησίασε με το άλογό του τον βασιλιά στην παράταξη. Ολόγυρά τους επικρατούσε αναβρασμός. Σε λίγο έφτασε εκεί και ο Τυδέας μαζί με τους άλλους πολέμαρχους. Ο Άδραστος έριξε μια ματιά στο βάθους του πεδίου.

“Βγαίνουν από τα τείχη. Ιππικό και πίσω το πεζικό. Δεν καταλαβαίνω αυτήν την επιλογή. Δεν τους συμφέρει”

“Ποντάρουν στον αιφνιδιασμό” απάντησε ο Πολυνείκης.

Ο Άδραστος γύρισε ολόγυρα του. Άρχισε να δίνει τις διαταγές του:

“Δώστε σάλπισμα μάχης! Να κινηθεί το Ιππικό από τα δύο άκρα, θα αποκρούσουμε την επίθεση. Μην πλησιάζετε τα τείχη. Περιμένετε να ξανοιχτούν στον κάμπο” φώναξε δυνατά. Αμέσως οι αγγελιοφόροι μάχης έφυγαν ολόγυρα με τα άλογά τους να δώσουν διαταγές στους λόχους.

“Οι τοξότες μας να αρχίσουν να βάλλουν μόλις φτάσουν σε βολή!”ούρλιαξε ο Τυδέας.

“Και το πεζικό να ετοιμάζεται πίσω για απόκρουση επίθεσης”

“Στις θέσεις σας όλοι!” κραύγασε ο Άδραστος παίρνοντας στρατηγική θέση μπροστά στο Ιππικό του. Όλοι επέστρεψαν. Ο Τυδέας ήταν σε λυσσώδη κατάσταση.

“Ήρθε η ώρα σου βλάσφημε και άτιμε Ετεοκλή να πληρώσεις!” μουρμούρισε μέσα του την ώρα που έπαιρνε θέση στο άρμα του, “ήρθε η ώρα να σου ανταποδώσω την ανανδρία σου. Η ώρα που οι Θεοί θα εκφράσουν την οργή τους για την παγίδα θανάτου που μού έστησες…”

 

Οι σάλπιγγες του στρατού του Άργους, ήχησαν. Το ιππικό άρχισε να κινείται προς το μέρος των Θηβαίων που ήδη είχε ξεκινήσει κατά πάνω τους με πλήρη καλπασμό. Ο κάμπος στη Θήβα γέμιζε σκόνη και αντάρα που σηκώνονταν ως ψηλά τον ουρανό. Οι τοξότες των Αργείων κατι των συμμάχων τους, προωθήθηκαν γρήγορα με την κάλυψη ενός μέρος Ιππικού μπροστά τους. Σε λίγο δόθηκε η πρώτη εντολή να φύγουν τα φονικά βέλη. Ο πολεμόχαρος Άρης άρχισε να χαμογελά εκεί ανάμεσα στις καρδιές που πάλλονταν από αγωνία, φόβο και ένταση. Όλα πια υπάκουαν στους δικούς του νόμους. Ο ουρανός γέμισε χάλκινες κοφτερές σαίτες που έπεσαν πάνω στους Θηβαίους καβαλάρηδες λίγο πριν αυτοί φτάσουν στον Ισμηνό ποταμό που έστεκε εκεί μπροστά σαν φυσικό σύνορο των δύο αντιπάλων. Η λουλουδιασμένη ανοιξιάτικη γη άρχισε να ποτίζεται με το αίμα των νεκρών. Οι Θηβαίοι ιππείς δέχτηκαν πολλές σαϊτιές από τα αντίπαλα βέλη. Οι απώλειες ήταν μεγάλες.

 “Ετεοκλή!” ακούστηκε η κραυγή του Λασθένη από δίπλα του στο πεδίο της μάχης. “Θα μας αφανίσουν τα βέλη!” ούρλιαξε καθώς δίπλα του ολόγυρά του έπεφταν δεκάδες οι νεκροί.

“Συνεχίζουμε την επίθεση! Εμπρός υπερασπιστές της Θήβας!” φώναξε με το σπαθί του στο χέρι συνεχίζοντας ο βασιλιάς.

 Οι τοξότες του Άργους δεν μπορούσαν πια να κάνουν άλλες βολές. Καθώς το Ιππικό το δικό τους πλησίαζε κατά μέτωπο σε πλήρη καλπασμό τον εχθρό, πλέον θα χτυπούσαν και δικούς τους. Αναδιπλώθηκαν γρήγορα στα πίσω πεδία του σκηνικού της μάχης. Αντίστοιχα το πεζικό είχε ξεκινήσει τώρα αυτό τη δική του συγκρατημένη προώθηση.

 “Αθηνά, τιμημένη μου προστάτιδα! Παρθένα οδηγήτρα κόρη του βασιλιά των Θεών! Δώσε δύναμη στο χέρι μου όπως το κάνεις πάντα…” μονολογούσε, σχεδόν φώναζε ο Τυδέας καθώς ο λόχος του των Αιτωλών, με τον ίδιο μπροστάρη, μετρούσε λίγα μέτρα πριν συγκρουστεί με τους Θηβαίους. Κάθε καβαλάρης, από τους αρχηγούς μέχρι τον απλό ιππέα ζούσε πια στον παραλογισμό της μάχης. Κάθε άλλη σκέψη θα ήταν καταστροφική. Για τον καθένα από αυτούς μονάχα μια οδός, που πιθανά θα τούς έδινε το γλιτωμό, υπήρχε. Αυτή του παραλογισμού, του θάρρους και του πάθους του πολέμου. Τίποτα άλλο.

 Η σύγκρουση ήταν τρομερή! Μπροστά στις όχθες του Ισμηνού το Ιππικό των Θηβαίων έπεφτε πάνω στους εφορμούντες Αργίτες Ιππείς. Τα νερά του ποταμού άρχισαν να κοκκινίζουν από αίμα. Σε όλο το μέτωπο του κάμπου ως τα νερά της πηγής της Δίρκης απλώθηκε φονική η μάχη. Οι Αργείοι βρήκαν τους Θηβαίους καβαλάρηδες ήδη με σοβαρό πλήγμα από τους τοξότες και καθώς ήταν και αρκετά περισσότεροι, γρήγορα έσπασαν τις γραμμές τους. Το πεζικό της Θήβας έμενε σταθερό κάποια στάδια πιο πίσω περιμένοντας οδηγίες. Αντίστοιχα το πεζικό του Άργους περίμενε και αυτό την έκβαση της αναμέτρησης των καβαλάρηδων.

 “Βασιλιά μου, πρέπει να υποχωρήσουμε, ο κίνδυνος να αφανιστεί εντελώς το Ιππικό μας είναι τρομερός!” ούρλιαξε στο πλάι του Ετεοκλή ο Άκτορας με άλλους αξιωματικούς. Ο Ετεοκλής έδειχνε προβληματισμένος. Πολεμώντας δεξιά και αριστερά, κινούμενος ανάμεσα στο πεδίο της μάχης έδωσε τις εντολές του:

 “Τράβηξε το πεζικό όλο πίσω, λίγο έξω από τα τείχη και δώσε εντολές να μας καλύψουν σε άμυνα”

Ο Άκτορας έφυγε από δίπλα του καλπάζοντας προς τα τείχη. Οι σάλπιγγες των Θηβαίων σάλπισαν οργανωμένη υποχώρηση του Ιππικού. Όμως οι Αργείοι βλέποντας την αναδίπλωση που στη συνέχεια έγινε υποχώρηση, άρχισαν να πιέζουν και ήδη άρχισε γρήγορα να κινείται και το πεζικό. Η πρώτη αυτή μεγάλη και φονική μάχη έδειχνε μια καθαρή ήττα για τους υπερασπιστές της Θήβας καθώς εγκατέλειπαν το πεδίο της μάχης με πολύ μεγάλες απώλειες στο ιππικό.

 “Συνεχίζουμε μπροστά! Στα τείχη!” ήταν το σύνθημα σχεδόν όλων των στρατιωτών από το Άργος. Ο Άδραστος με τον Πολυνείκη προσπαθούσαν όμως να κρατήσουν και να ελέγχουν τον άκρατο ενθουσιασμό. Μπορεί η μάχη του ιππικού να έδειχνε να γέρνει, κατά κράτος στο μέρος τους, αλλά τα πανύψηλα και οχυρωμένα τείχη της πόλης έστεκαν εκεί γεμάτα τοξότες και στρατό.

“Μην αφήσεις να ριχτούμε αμέσως στις πύλες βασιλιά!” τού είπε ο Πολυνείκης. Ο Άδραστος έδειχνε να διστάζει. Μέσα του πάλευαν και οι δύο γνώμες. Και να εκμεταλλευτούν την πρώτη ορμή της μάχης αλλά και να προσέξουν. Το Ιππικό του  Άργους ριχνόταν στο κατόπι των Θηβαίων και το πεζικό εφορμούσε. Στο μεταξύ οι πλαϊνές πύλες της ακρόπολης άνοιξαν για να υποδεχτούν τους υποχωρούντες καβαλάρηδες ενώ το πεζικό τους είχε ήδη πάρει σταθερή γραμμή άμυνας κάτω από τα τείχη ακριβώς. Όλα έπαιρναν μια ανεξέλεγκτη ορμή που θα ήταν μοιραία.

 Ισμήνη

 Στον ναό της Αθηνάς λίγο έξω απ τη Θήβα επικρατούσε μεγάλη ανησυχία. Ήδη με το ξέσπασμα της μάχης στον ανοιχτό κάμπο μπροστά τους, οι ιέρειες ήταν φοβισμένες. Η αρχική τους εντύπωση ήταν ότι ο αχός της μάχης δεν θα έφτανε μέχρις εκεί. Η Ισμήνη προσπαθούσε να ηρεμήσει τις δύο ακόμα νεαρές παρθένες που βρίσκονταν στο εσωτερικό του ναού.

“Κυρά μου, τι θα γίνουμε αν η μάχη φτάσει ως εμάς;” ρώτησε την Ισμήνη μια από τις νεαρές κοπέλες. Η Ισμήνη προσπάθησε να τις καθησυχάσει αλλά μέσα της ήδη ένιωθε τη σκιά του φόβου να την τυλίγει.

“Μην φοβάστε, δεν θα φτάσουν ως εμάς, είναι πολύ μακριά εκεί έξω...αλλά κι αν φτάσουν εδώ θα σεβαστούν τον ναό”

“Μην είσαι τόσο σίγουρη κυρά…” απάντησε η δεύτερη κοπέλα, “ο πόλεμος κάνει τους ανθρώπους ύαινες χωρίς σεβασμό και νόμους”

Ήδη το ιππικό των Θηβαίων είχε αρχίσει να υποχωρεί και να μπαίνει στην πόλη απ τις ανοιχτές πύλες. Πίσω τους εφορμούσαν οι λευκάσπιδοι καβαλάρηδες του Άργους μαζί με το πεζικό τους πιο πίσω. Το πεδίο της μάχης ζύγωνε τον ναό όλο και πιο πολύ.

“Κυρά μου, να φύγουμε… δεν μένουμε πια εδώ, σε λίγο θα γίνει σκοτωμός εδώ μπροστά μας. Έχουμε δύο άλογα έξω, έλα μαζί μας…”

Η Ισμήνη έριχνε ματιές ολόγυρα. Κάτι την έτρωγε, σαν να έψαχνε κάτι με το βλέμμα της.

“Κυρά!” την επανέφερε στο κλίμα του πανικού η φωνή της νεαρής κοπέλας, “εμείς φεύγουμε, αν αργήσουμε θα μας προλάβουν στο δρόμο…”

Η Ισμήνη έδειξε να προσπαθεί να σκεφτεί. Αμέσως μετά τους έκανε νόημα:

“Φύγετε! Εγώ θα μείνω. Είμαι ιέρεια του ναού. Όποιος και να ‘ναι θα με σεβαστεί, φύγετε!” πρόσταξε με μιας. Οι δύο κοπέλες, έτρεξαν στο πίσω μέρος του ναού. Άφησαν το ένα άλογο για την Ισμήνη και ανέβηκαν και οι δύο μαζί στο άλλο. Σε λίγο κάλπαζαν με όση δύναμη είχαν προς τις ανοιχτές πύλες της Θήβας.

 

Ο Περικλύμενος με το λόχο του έδινε σφοδρή μάχη για να κρατήσει το κύμα των Δαναών που εφορμούσε με το Ιππικό και το πεζικό του στον κάμπο. Προσπαθούσαν όσο γίνεται να βαστάξουν συντεταγμένοι για να μπορέσουν να μπουν ασφαλείς μέσα απ τα τείχη της πόλης. Πάνω στο άλογό του έδινε μάχη οπισθοχωρώντας. Κάποια στιγμή το βλέμμα του έπεσε πίσω και στα δεξιά του. Ο ναός της Αθηνάς ήρθε να του θυμίσει την Ισμήνη. Τα μάτια του σκοτείνιασαν.

“Περικλύμενε πού πας; Μην ξεκόβεις, γυρίζουμε!” τού φώναξε ένας αξιωματικός καβαλάρης δίπλα του.

“Συνεχίστε εσείς, φύγετε! Θα πάω πρώτα στον ναό της Αθηνάς. Πρέπει να είναι ιέρειες εκεί, δεν μπορούμε να τις αφήσουμε στα χέρια τους, θα κάνω το γύρο και θα μπω από τις πίσω πύλες!” τους απάντησε. Χωρίς δεύτερη σκέψη τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του καλπάζοντας προς τον ναό.

 Ο Τυδέας με το λόχο των ιππέων του κάλπαζε ασταμάτητος μπροστά καταδιώκοντας τους Θηβαίους ιππείς. Η αντάρα της μάχης τον είχε τυλίξει σε όλη του την ύπαρξη. Κάποια στιγμή κάτι θόλωσε μπροστά του. Σκιές και μορφές μπλέχτηκαν στα μάτια του, οι ήχοι της μάχης λες και έσβηναν και έρχονταν παράξενα μπερδεμένοι στις αισθήσεις του.  “Κάτι” ένιωθε να βρίσκεται κοντά του και να προσπαθεί να του τραβήξει την προσοχή. Κόπασε τον καλπασμό του αλόγου του προσπαθώντας να καταλάβει. Μέσα του μια φωνή αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη. Έφτανε στο νου του σαν μια συγκεκριμένη πια φράση, σαν να ξεκαθάριζε:

“Πήγαινε στον ναό μου! Εκεί ίσια μπροστά σε τούτο το δρόμο…. Πήγαινε στον ναό μου!

Ο Τυδέας τότε ένιωσε, τότε κατάλαβε. Η φωνή της Θεάς Αθηνάς έρχονταν ορμητική στο νου του.

“Θεά μου, προστάτιδά μου! Τι γυρεύεις από μένα τούτη την ώρα;” ψιθύρισε μέσα του. Λες και ένα σύννεφο τον είχε αποκόψει από όλα όσα γίνονταν γύρω του.

“Πήγαινε ίσια στο ναό μου. Τιμώρησε αυτούς που τον μολεύουν! Καθάρισε τη μιαρή προσβολή απ τον ιερό μου χώρο!”

Η Φωνή μέσα του τον κατέλαβε απόλυτα. Μια μανία οργής ανεξέλεγκτη τον κυρίεψε. Προσπάθησε να αντισταθεί και να τιθασεύσει αυτό που ένιωθε αλλά ήταν πάνω απ τις δυνάμεις του. Τις αμέσως επόμενες στιγμές κάλπαζε με το άλογό του τυφλωμένος απ την οργή και το μίσος. Κάποιοι τολμούσαν να προσβάλουν την προστάτιδά του!

“Τυδέα! Πού πας;” φώναξαν δίπλα του βλέποντάς τον να ξεκόβει εντελώς. Μα εκείνος δεν άκουγε,. Το σώμα και η ψυχή του δεν ήταν πια εκεί. Αυτό που τον είχε τυλίξει τον έστελνε με αφρισμένη οργή ίσια στον ναό της Αθηνάς.

 “Ισμήνη, τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν έφυγες;” κραύγασε ο Περικλύμενος καθώς έφτασε με το άλογό του λαχανιασμένος στον ναό. Ξεπέζεψε και πήγε κοντά της. Εκείνη χύθηκε στην αγκαλιά του σαν λύτρωση.

“Αγάπη μου, σε ευχαριστώ που ήρθες! Σε περίμενα!” του απάντησε εκείνη. Την έσφιξε στην αγκαλιά του. Δίπλα στο βωμό της Θεάς… τα χείλη τους έσμιξαν σε ένα φιλί. Ένα φιλί που δεν ήξεραν το λόγο του εκείνη τη στιγμή. Μόνο το ένιωθαν να τους καίει λες και ο κίνδυνος του θανάτου φούντωνε τις αισθήσεις τους.

 Το άγριο χλιμίντρισμα ενός αλόγου διέκοψε την  παθιασμένη τους ένωση. Η αγκαλιά τους έσπασε σε δύο τρομαγμένους ανθρώπους. Και των δύο τα βλέμματα γύρισαν προς τα πίσω. Λίγα μέτρα μακριά τους ένας μανιασμένος πολεμιστής, τυλιγμένος σε ένα απόκοσμο φως είχε ξεκαβαλικέψει από το άλογό του και κραδαίνοντας το σπαθί στο χέρι του εφορμούσε εναντίον τους. Ο τρόμος απλώθηκε σε ολάκερο το κορμί της Ισμήνης και του Περικλύμενου. Αυτός, χωρίς δισταγμό, άρχισε να τρέχει πανικόβλητος προς το άλογό του. Το χέρι της Ισμήνης έμεινε απελπισμένα μετέωρο να προσπαθεί να κρατηθεί απ αυτόν.

“Περικλύμενε! Μην μ’ αφήνεις!” ακούστηκε σπαρακτικά η κραυγή της. Μια κραυγή που απλώθηκε σ΄ ολάκερο τον κάμπο τυλιγμένη στην εγκατάλειψη, στην απόγνωση και στο θάνατο. Ο Περικλύμενος έτρεξε με όση δύναμη είχε. Αρπάχτηκε από το άλογό του και πήρε το δρόμο της σωτηρίας προς τη Θήβα. Στο πανικόβλητο βλέμμα που έριξε για μια στιγμή πίσω του πρόλαβε να δει τον μανιασμένο και τυφλωμένο απ τη μανία της Θεάς, Τυδέα να κομματιάζει στην κυριολεξία την Ισμήνη. Ένα ποτάμι αίματος έβαψε κόκκινο το βωμό του ναού.  Ο Περικλύμενος έκλεισε τα μάτια του με σπαραγμό. Δεν ήξερε πού να κατευθύνει την οργή του. Στον άνθρωπο που μακέλεψε την αγαπημένη του ή στον εαυτό του, που την εγκατέλειψε χωρίς καμία αναστολή.

 

Το σώμα της νεαρής κόρης του Οιδίποδα έπεσε νεκρό εκεί. Ήταν η πρώτη απ τα παιδιά του που πλήρωνε το ακριβό τίμημα του άγους της γενιάς του.[1]

 Τυδέας

 Η επίθεση των Αργείων ήταν τέτοια που έσπασε κάθε γραμμή άμυνας των Θηβαίων έξω στον ανοιχτό κάμπο. Το ιππικό τους, με βαρύτατες απώλειες και συνεχώς καταδιωκόμενο, άρχισε να μπαίνει μέσα στην ακρόπολη της πόλης καθώς είχαν ανοίξει ήδη δύο πύλες στα τείχη. Το πεζικό της Θήβας, ακριβώς κάτω από τα τείχη ήταν έτοιμο να αποκρούσει την επίθεση των πεζών και των αρμάτων των Δαναών. Οι τοξότες ψηλά στα τείχη είχαν ήδη αρχίσει να βάλουν με τις σαίτες τους κατά των επιτιθέμενων. Ο Ετεοκλής με τους περισσότερους στρατηγούς του πέρασαν στο εσωτερικό. Έξω στον κάμπο ο Καπανέας έπεσε με ένα φρενιασμένο ρυθμό πάνω στο πεζικό των Θηβαίων. Ο Πολυνείκης ακολουθούσε μαχόμενος στο άρμα του. Και οι εφτά πολέμαρχοι ήταν εκεί μπροστά επικεφαλής στη μάχη. Ο Άδραστος μακρύτερα είδε τον διαφαινόμενο κίνδυνο να μένει ο στρατός τους ακάλυπτος κάτω από τα βέλη των Θηβαίων που έριχναν ψηλά από τα τείχη. Άρχισε να δίνει διαταγές να ανακληθεί η επίθεση. Έδωσε εντολή στους αγγελιοφόρους:

“Σήμανε να αποχωρήσουν. Δεν έχει άλλο νόημα. Τους τσακίσαμε το ιππικό, τους διώξαμε από τον κάμπο, δεν πρόκειται να ξαναβγούν. Δεν θα πάρουμε τη Θήβα με μια μόνο μάχη!” κραύγαζε με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του.

 Ο Τυδέας είχε επιστρέψει από τον ναό της Αθηνάς μέσα σε ένα αμόκ επιθετικότητας. Τα χέρια του και το πρόσωπό του είχε ακόμα τα ίχνη από το αίμα της Ισμήνης. Ήθελε κάπου να ξεσπάσει την οργή που του ξέφυγε ο άντρας που βεβήλωσε τον ναό της Αθηνάς.

“Τυδέα, σταμάτα! Γύρνα, δεν ωφελεί κάτι παραπάνω τώρα!” ούρλιαξε ο Πολυνείκης. Ο Τυδέας δεν άκουγε. Μάλλον δεν ήθελε να ακούσει! Καιρό τώρα ο μανιασμένος πολεμιστής της Καλυδώνας είχε βάλει τον εκρηκτικό του χαρακτήρα σε έλεγχο. Αυτή τη φορά όμως ο έλεγχος είχε σπάσει. Δεν υπήρχε πια χαλινάρι στην ορμή του. Ο μανιασμένος πολεμιστής είχε ξυπνήσει ξανά. Συνέχιζε ουρλιάζοντας να σκορπάει το θάνατο, αυτή τη φορά στο πεζικό των Θηβαίων μέσα σε αντάρα και σκόνη. Σε λίγο έμεινε δίπλα του μονάχα ο λόχος του και ο Πολυνείκης. Πιο πέρα από κοντά και ο Αμφιάραος. Ίσως μέσα στην αντάρα της μάχης, στον κουρνιαχτό του πολέμου, στην ματωμένη γη, δεν θα μπορούσαν να διακρίνουν αυτές τις δύο ομιχλώδεις μορφές που λες και παρέστεκαν απόκοσμα και μεταφυσικά στο πεδίο της μάχης. Μια αντρική και μια γυναικεία. Λες και τίποτα δεν μπορούσε να τους αγγίξει, σαν να ήταν άυλοι, αθάνατοι. Και ναι! Στις παράξενες μορφές τους μπορούσες να το δεις. Ο πολεμόχαρος Άρης ήταν ο ένας που το μοχθηρό του βλέμμα τύλιγε στο αίμα τα πάντα ολόγυρά του δείχνοντας ευχαριστημένος αλλά σαν να κυνηγούσε κάτι. Και πιο πέρα μια γυναικεία κατάλευκη και κατάθαμπη μορφή, με ένα τεράστιο δόρυ στα χέρια βάδιζε λες στον αέρα στα πόδια του Τυδέα. Αν μπορούσε να δει αυτές τις στιγμές σε μια άλλη διάσταση χώρου θα διέκρινε την Αθηνά, τη δική του προστάτιδα. Εκεί στην παραζάλη της μάχης.

 Το πεζικό των Θηβαίων άρχισε κι αυτό να μπαίνει στην ακρόπολη. Το ιππικό είχε ήδη προηγηθεί. Ο Τυδέας εξακολουθούσε να πολεμά με λύσσα ώσπου…. Ώσπου εκεί αντίκρυ του ένα άρμα έκλεισε το δρόμο μπροστά του. Τα δύο άρματα πλεύρισαν το ένα το άλλο. Ο ηνίοχος του Τυδέα τράβηξε τα άλογα στα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση. Έτσι σε εκείνη την απειροελάχιστη στιγμή ο αναβάτης του, ο Τυδέας έμεινε στο πλάι ακάλυπτος έχοντας χάσει την ισορροπία του. Ο Μελάνιππος, ο Θηβαίος στρατηγός, ο υπερασπιστής στις πύλες του Προίτου, που ήταν μπροστά του βρήκε την ευκαιρία! Το δόρυ του βρήκε την πλευρά του Τυδέα στα δεξιά, το πλήγμα ήταν τρομερό! Ο γαμπρός του Άδραστου στην περιστροφή του σώματός του ανταπέδωσε το χτύπημα. Το σπαθί του διέγραψε την τροχιά του χεριού του και έσκισε στα δυό το στήθος του Μελάνιππου, που έπεφτε τρικλίζοντας έξω απ το άρμα του.

 Λες και ένας αχός απλώθηκε με μιας στο πεδίο της μάχης. Οι Αργείοι τράβηξαν τον βαριά τραυματισμένο Τυδέα προς τα πίσω. Δίπλα του έσπευσε πανικόβλητος ο Πολυνείκης. Τον άκουσαν να ουρλιάζει με όση δύναμη του απέμενε λέξεις και επιθυμίες ανόσιες και ανήκουστες.

“Αφήστε με… σε αυτόν τον θρασύ το κεφάλι θα κόψω να το κάνω δικό μου!”

Οι Θηβαίοι μόλις είδαν ποιος είχε χτυπηθεί, αλάλαξαν από χαρά για το πλήγμα στον Τυδέα. Όρμησαν με περισσή δύναμη να αρπάξουν το σώμα του Καλυδώνιου και έτσι γύρω του είχε ξεσπάσει λυσσώδης μάχη για το ποιος θα γινόταν κύριος του τραυματισμένου ήρωα. Όμως εκείνο που δεν περίμεναν οι Θηβαίοι ήταν η επίθεση του Πολυνείκη και του Άμφιάραου που, δίπλα-δίπλα έπεσαν πάνω τους χωρίς έλεος. Η μανία μάλιστα του Πολυνείκη ήταν τέτοια που προκάλεσε τρόμο στους δικούς του Θηβαίους. Άρχισαν να υποχωρούν και να κλείνονται άτακτα στα τείχη.

 Το άρμα με τον Τυδέα το τράβηξαν πίσω σε ασφαλή θέση μαζί με όλη τη δύναμη οι Αργείοι. Μια παράξενη βοή αντάριασε τον κάμπο. Η γη άρχισε να τρέμει ξαφνικά. Οι συμπολεμιστές του απέθεσαν τον Τυδέα στο χώμα. Δίπλα του έγειρε πανικόβλητος ο Πολυνείκης.

“Αδελφέ μου!”  φώναξε.

Η μορφή του Άρη αποκρουστική εκεί στο χώρο παντού, φάνταζε να χαίρεται ολόθερμα. Ένα βαθύ αποκρουστικό γέλιο. Απ την άλλη η Αθηνά είδε τον αγαπημένο προστατευόμενό της ήρωα να ψυχορραγεί. Δεν άντεξε. Και στις λίγες εκείνες στιγμές σαν να χάθηκε από ολόγυρα.

 “Πολυνείκη….”  Ακούστηκε η φωνή του Τυδέα. Εκείνος είχε πέσει δίπλα του με δάκρυα στα μάτια.

“Φέρτε μου το κεφάλι αυτού που τόλμησε….” τους είπε. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.

Ο Αμφιάραος λίγο πριν πάρουν τον Τυδέα με το άρμα του έπεσε μανιασμένος σε όσους Θηβαίους έμειναν εκεί γύρω. Εκείνοι έφυγαν πανικόβλητοι. Δεν είχαν, προς στιγμή λόγο να μείνουν να χαθούν. Το βλέμμα του  έπεσε σε έναν πολεμιστή που κείτονταν νεκρός. Φορούσε τα σήματα της Καλυδώνας. Τον γνώρισε. Ήταν ο Γαληνός! Ο πιστός συμπολεμιστής και φίλος του Τυδέα. Είχε πέσει νεκρός για να προστατέψει το σώμα του άντρα που ένωσε τη ζωή του μαζί του. Συμπολεμιστή και φίλο του. Στη συνέχεια ο μάντης εντόπισε το σώμα του νεκρού Μελάνιππου λίγο πιο δίπλα του. Χωρίς δεύτερη σκέψη σήκωσε το σπαθί του και με ένα τρομερό χτύπημα έκοψε το κεφάλι του Θηβαίου στρατηγού και το πέταξε στο άρμα του. Ανέκφραστος πήρε το δρόμο της επιστροφής καλπάζοντας προς το μέρος που είχαν αφήσει τον Τυδέα.

 Έφτασε κοντά στον κορμό της ελιάς που τον είχαν αποθέσει. Ήταν γύρω του αρκετοί. Ο Αμφιάραος κατέβηκε από το άρμα του βλοσυρός. Με μια μακάβρια σκληρότητα πήρε το κομμένο κεφάλι του Μελάνιππου στα χέρια του. Ολόγυρά του συγκέντρωνε βλέμματα αποστροφής. Έφτασε στην ελιά και στάθηκε απέναντι από τον Τυδέα. Τα χέρια του και το πρόσωπό του έφερνε τα σημάδια της μάχης μα η έκφρασή του ήταν αυτή που ξένιζε.

“Σου έφερα αυτό που ζήτησες” έκανε στον Τυδέα.

Ο Πολυνείκης κοίταξε αποτροπιασμένος αυτό που κρατούσε στα χέρια του ο μάντης.

Ο Τυδέας προσπάθησε με τα χέρια του να στηριχτεί στο χώμα για να ανασηκωθεί. Είδε τι κρατούσε ο Αμφιάραος και στο πρόσωπό του αποτυπώθηκε μια πρωτόγνωρη πετρωμένη έκφραση. Έτεινε το χέρι του προς τον μάντη λέγοντας με προσπάθεια:

“Ναι! Αυτό θέλω… να πάρω τη δύναμη αυτού που με λάβωσε…”

Ο Τυδέας προσπαθούσε να απλώσει το ματωμένο χέρι του προς το κομμένο κεφάλι του Μελάνιππου που κρατούσε ακόμα ο Αμφιάραος με το χέρι του τεντωμένο. Κοίταζε τον Τυδέα ανέκφραστος, παγωμένος. Όπως ακριβώς τον κοιτούσαν και οι άλλοι συμπολεμιστές του ολόγυρα.

 Στον κάμπο κοντά τους άρχισε πάλι η γη να τρέμει. Μια παράξενη ολόφωτη ομίχλη τύλιξε το χώρο ίσια μπροστά τους. Πολλοί ήταν εκείνοι που κοιτούσαν με δέος και φόβο την επιβλητική μορφή που πλησίαζε με αργά βήματα προς τον Τυδέα. Ένας δυνατός άνεμος τοπικός ήρθε να σηκώσει μεγάλη αντάρα ολόγυρά τους. Κάποιοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Αυτή η μορφή…. Ναι! Δεν μπορούσε παρά να ήταν άλλη από την Παλλάδα Αθηνά! Τα πόδια όλων άρχισαν να τρέμουν από φόβο και δέος. Προχωρούσε ολόφωτη μα συνάμα και ακαθόριστη στη μορφή. Εξωπραγματική, ονειρική. Μια αποκτούσε σχήμα και μορφή, μια πρόσωπο και σώμα και μιας διαλύονταν σαν κοσμική σκόνη. Ο Αμφιάραος άφησε το αποτρόπαιο αντικείμενο που κρατούσε στα χέρια του Τυδέα και γονάτισε μπροστά στη μορφή της Θεάς που ζύγωνε. Προσπαθούσαν με κόπο να κρατηθούν όλοι μην τους παρασύρει το ρεύμα του αγέρα που σήκωνε ο ερχομός της αλλά και να προφυλάξουν τα μάτια τους από το φως που την τύλιγε.

 Η μορφή έφτασε λίγα μόλις μέτρα πριν τον τραυματισμένο ήρωα. Τη στιγμή που με το ένα του χέρι σήκωνε το κομμένο κεφάλι του Μελάνιππου, του ανθρώπου που τον τραυμάτισε για να αγγίξει με το στόμα του τα μυαλά του, εκείνη τη στιγμή ένα μικρό κρυστάλλινο μπουκαλάκι, ολοσκάλιστο με παράξενες πέτρες έφυγε από τα χέρια της Θεάς και έπεσε πάνω στις πέτρες στη γη. Έγινε με μιας χίλια κομμάτια και το υγρό της αθανασίας που έφερνε η Παλλάδα για να χαρίσει τη ζωή στον αγαπημένο της Τυδέα, σταλμένο από το Δία τον βασιλιά κόσμων και θεών, χύθηκε πάνω στο ματωμένο χώμα. Είδαν δυό μάτια φωτιά να κοιτάζουν κατάματα τον Τυδέα σε αυτή του την αποτρόπαια κίνηση. Δυό μάτια να εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους. Έντρομοι όλοι ένιωσαν το έδαφος να σειέται κάτω από τα πόδια τους, τον ουρανό να γίνεται γκρίζος με τον αγέρα να στροβιλίζεται ολόγυρα παρασύροντας ακόμα και μεγάλες πέτρες στο διάβα του. Η ολοφώτεινη μορφή σκοτείνιασε με μιας και χάθηκε μέσα σε μια τρομερή βροντή ψηλά στο χάσμα του ουρανού που άνοιξε.

 Ο Αμφιάραος πεσμένος κατά γης έφερε τα χέρια του στο στήθος του.

“Η Οργή της Παλλάδας Αθηνάς…” κατάφερε να ψελλίσει.

Ο Τυδέας άφησε το κεφάλι του Μελάνιππου να κυλήσει στο χώμα μαζί με το χέρι του που έπεσε αδύναμο στο πλάι του. Στο πρόσωπό του απλώθηκε με μιας η χλωμάδα του θανάτου. Έτρεξαν κοντά του. Γύρισε το βλέμμα του σε όλους ολόγυρά του. Τον άκουσαν να μιλά σιγανά ακατάληπτα:

“Αθηνά προστάτιδά μου… με εγκατέλειψες… όμως αυτό… δεν ήταν ύβρις….ήταν… δεν έχει σημασία τώρα πια...Πολυνείκη..” είπε.

Εκείνος έτρεξε κοντά του γονατίζοντας δίπλα του.

“Δεν πρόλαβα αδελφέ μου…”

“Τι δεν πρόλαβες, ησύχασε, μη μιλάς”

“Δεν πρόλαβα να σε δω πίσω στη Θήβα στην πατρίδα μαζί με την οικογένειά σου και το σπιτικό σου δικαιωμένο…”

Ο Πολυνείκης ένιωσε τον κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό του.

 “Τυδεά παιδί μου!” ακούστηκε πίσω του η φωνή του Άδραστου. Είχε ενημερωθεί και έτρεξε αλλόφρων στο μέρος που ψυχορραγούσε ο γαμπρός του.

“Πατέρα….” έκανε εκείνος με φωνή που μόλις έβγαινε, “σε ευχαριστώ για ότι έκανες για μας. Θέλω… να μου προσέχεις το γιο μου… το Διομήδη… και… να πεις… στην Δηιπύλη ότι… την αγαπώ πάντα…”

Γύρισε το κεφάλι του προς τα δεξιά και έμεινε εκεί ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα ψηλά στο άπειρο. Ολόγυρα είχε απλωθεί μια απόλυτη συγκίνηση και σιωπή. Κανείς δεν μιλούσε. Όλοι προσπαθούσαν να κρύψουν κάποια δάκρυα που αυλάκωναν τα μάγουλά τους. Και ήρθαν όλοι εκεί. Όλοι οι υπόλοιποι πολέμαρχοι από τους επτά στρατηγούς της εκστρατείας.

Ο κάμπος μπροστά στα τείχη της Θήβας είχε αδειάσει από ανθρώπους και άλογα. Είχε γεμίσει όμως νεκρούς ολόγυρα σπαρμένους ως έξω ακριβώς απ τα τείχη. Το νερό του Ισμηνού και της Δίρκης κοκκίνισε από το αίμα. Ψηλά στον ουρανό ήδη άρχισαν να φτερουγίζουν τα πρώτα αρπαχτικά που μυρίστηκαν τη λεία τους ενώ κάτω στη γη ακούγονταν ακόμα οι οιμωγές των πληγωμένων που ψυχορραγούσαν. Πέρα στον ορίζοντα ο ουρανός ήταν κόκκινος στο χρώμα και δεν θα ‘λεγε κανείς πως αυτό ήταν το χρώμα του ήλιου.

 



[1]     Αργότερα οι Θηβαίοι στο μέρος όπου χύθηκε το αίμα της Ισμήνης, έφτιαξαν μια κρήνη στην ανάμνησή της.


(Συνεχίζεται...)


12 σχόλια:

  1. Η κλαγγή απ’ τα δόρατα, οι ιαχές των πολεμιστών, τα ματωμένα τείχη, ο θρήνος της Ισμήνης, πώς να εξηγήσουν το μένος των στρατιωτών για το αίμα που έπεφτε στους ώμους των αθώων. Κι ανάμεσα στις οιμωγές των πληγωμένων, θανάσιμο το βλέμμα των θεών, του Άρη και της Αθηνάς, αντίπαλοι όπως πάντα, με τίμημα υπαίτιους κι αθώους.
    Ένα ακόμα δυνατό κεφάλαιο, στις περιγραφές και λεπτομέρειες, πλούσιο σε συναισθήματα. Μπράβο Γιάννη!
    Καλή Κυριακή να έχεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Οι άντρες στον πόλεμο. Παραμόρφωση, εξαχρείωση, αγριότητα, φρικαλεότητα. Η γυναίκα στον πόλεμο. Τραγική φιγούρα στην φτηνή απώλεια ζωής.
      Και οι Θεοί... Πάντα στο παρασκήνιο με τα δικά τους παιχνίδια και τα δικά τους φιτίλια. Συμβολισμοί Αννίκα μου.
      Ευχαριστώ καλή μου φίλη για την τιμή που μού κάνεις με την παρουσία σου. Να είσαι καλά. Όμορφη Κυριακή.

      Διαγραφή
  2. Πόσο ζωντανή η αφήγηση σου Γιάννη.
    Είδαμε την μάχη στον κάμπο, αλλά και τις πρώτες απώλειες.
    Και φυσικά, τις πρώτες ύβρεις.
    Πολύ δυνατό κεφάλαιο Γιάννη, μα πάνω απ' όλα θα επιμείνω στην λέξη ζωντανό.
    Θαρρείς πως ήμασταν όντως στο πεδίο της μάχης και τα παρατηρούσαμε όλα live.
    Μπράβο σου. Έχεις κάνει μέχρι εδώ σπουδαία δουλειά και είμαι σίγουρη πως και τα επόμενα θα κινηθούν στα ίδια επίπεδα.
    Αναμένουμε με αγωνία.
    Καλό βράδυ :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που δεν σε έχω κουράσει, Μαρίνα μου. Μεγάλη χαρά για μένα αυτή σου η διαπίστωση. Προσπαθώ να κρατήσω το ρυθμό που πρέπει στο έργο καθώς εδώ τα γεγονότα γίνονται καταιγιστικά.
      Σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο και τη συμμετοχή σου καλή μου φίλη. Φιλιά πολλά.

      Διαγραφή
  3. Συγκλονιστική η αφήγηση της πρώτης αιματηρής αναμέτρησης Γιάννη μου. Η Ισμήνη το πρώτο θύμα της οικογένειας που αφού προκάλεσε την μήνιν της θεάς Αθηνάς τιμωρήθηκε και μετά ο Τυδέας που ήταν έτοιμος να κάνει κάτι αποτρόπαιο την στιγμή που ήξερε πως είχε την εύνοια της θεάς, επόμενο να τον εγκαταλείψει. Το ενδιαφέρον και σε αυτό το κεφάλαιο είναι αμείωτο.
    Καλή συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι, δυστυχώς έχουμε βία και θάνατο, Ελένη μου. Τα αποτελέσματα του πολέμου. Πόση τρέλα κρύβει η ροπή των ανθρώπων προς τα εκεί. Και μετά μεγάλες απώλειες, οι πρώτες στην ιστορία μας.
      Χαίρομαι καλή μου φίλη, που σού άρεσε, σε κράτησε σε ενδιαφέρον και αγωνία. Να είσαι καλά και ένα μεγάλο ευχαριστώ.

      Διαγραφή
  4. Ολοζώντανη αφήγηση! Πραγματικά μένω άφωνη!
    Καταπληκτική δουλειά!
    Θερμά συγχαρητήρια!


    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μεγάλη τιμή και χαρά τα λόγια σου, Μαρία μου και σε ευχαριστώ πολύ. Καλό Σαββατοκύριακο.

      Διαγραφή
  5. Γιάννη, το διάβασα απνευστί!
    Είχα μια κάποια ανησυχία γι' αυτό κεφάλαιο, διότι για μένα είναι ένα από τα πιο δύσκολα σημεία σε μια αφήγηση η σκηνή μιας μάχης. Όμως, αποδόθηκε εξαιρετικά από σένα! Με μαεστρία στάθηκες επίσης κατά τη διάρκεια της μάχης σε σκηνές σημαντικές στην εξέλιξη της ιστορίας.
    Συγκλονιστική η θυσία της Ισμήνης, απόλυτα συμβολική πιστεύω, μα και απρόβλεπτη και συγκινητική η εγκατάλειψή της από τον αγαπημένο της.
    Πολλά τα δυνατά μέρη του κεφαλαίου! Τι να πω!
    Θέλω να το δω στην οθόνη...:))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η εγκατάλειψη της Ισμήνης είναι τραγική. Πόσο ελλειμματικός αυτός ο άνθρωπος, ο Περικλύμενος. Να φύγει, να γλιτώσει, να σώσει το τομάρι του αφήνοντας την αγαπημένη του σε έναν αφιονισμένο Τυδέα.
      Δύσκολη ναι η αφήγηση μιας μάχης, το καταλαβαίνεις, το βλέπω. Έχει τη δική της τεχνική στην περιγραφή. Χαίρομαι αν κατάφερα να το αποδώσω σωστά Γλαύκη μου.
      Σε ευχαριστώ πολύ απ' την καρδιά μου.

      Διαγραφή
  6. Το να περιφράψει ο συγγραφέας μια μάχη τόσο γλαφυρά, τόσο ζωντανά είναι τέχνη! Κατάφερες να το διαβάσω ξανά και ξανά με μια ανάσα. Δυνατά σημεία η παρουσία της θεάς Αθηνάς, ο χαμός της Ισμήνης, η μάχη σώμα με σώμα. Πολλά συγχαρητήρια Γιάννη μου γι αυτό το δύσκολο κεφάλαιο
    Πάει κι ο Τυδέας! Κρίμα!
    Τα φιλιά μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χάθηκε ο Τυδέας δυστυχώς, Άννα μου. Ένας ευγενικός άνθρωπος και παλικάρι. Τον έφαγε η αντάρα και η παραζάλη της μάχης, ίσως και η εκδήλωση απρέπειάς του στον αντίπαλό του. Ειδικά αυτό. Η προστάτιδά του, τον τιμώρησε σκληρά. Ο θάνατος της Ισμήνης, τραγικός πραγματικά.
      Ναι, είναι δύσκολη η συγγραφή μάχης. Χαίρομαι πολύ, που σού άρεσε, Άννα μου.
      Σε ευχαριστώ με την καρδιά μου. Καλό βράδυ κορίτσι μου.

      Διαγραφή