Σαλούστιος: "Περί Θεών και κόσμου"
Μια ματιά στα προηγούμενα
Στο προηγούμενο μέρος, ξεκινήσαμε την αφήγηση του πρώτου μέρους του κεφαλαίου 3.5 (Οι επόμενες μέρες). Οι μέρες, που ακολούθησαν την πρώτη μεγάλη σύγκρουση των Θηβαίων με το συμμαχικό στρατό των Αργείων, είναι μέρες θρήνου και περισυλλογής. Οι Αργείοι θρηνούν και κηδεύουν τον Τυδέα, γαμπρό του βασιλιά Άδραστου και τους άλλους που έφυγαν μαζί του. Οι Θηβαίοι σύσσωμοι θα κηδέψουν την Ισμήνη, τη δύστυχη κόρη του Οιδίποδα, που βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στο Ιερό της Αθηνάς.
Η τραγική ατμόσφαιρα, θα έρθει να επιβαρυνθεί με τον θανάσιμο χρησμό του μάντη Τειρεσία. Για να σωθεί η πόλη πρέπει να θυσιαστεί ο μικρός γιος του Κρέοντα, ο Μενοικέας. Χρησμός, που έρχεται να συγκλονίσει τον πατέρα του. Ο νεαρός γιος του, είναι παρών στο ανίερο ανάκουσμα. Ο Κρέων, αποφασίζει στη στιγμή να φυγαδεύσει τον νεαρό γιο του στη Δωδώνη για να τον σώσει την τελευταία στιγμή.
3.5 Οι επόμενες μέρες (Μέρος δεύτερο)
ΜΕΝΟΙΚΕΑΣ
“Τι συμβαίνει γιε μου;”
Προσπάθησε να μαζέψει τη συγκίνησή του. Δεν ήταν εύκολο και δεν κατάφερε να το κάνει ως το τέλος.
“Μάνα μου!” κατάφερε να πει και να πέσει στην αγκαλιά της.
“Μενοικέα αγόρι μου τι έχεις;”
Εκείνος μαζεύτηκε κάπως επιστρατεύοντας όλην την ικμάδα του θάρρους του.
“Πρέπει να φύγω για λίγο απ τη Θήβα…”
Εκείνη θορυβήθηκε.
“Να φύγεις; Να πας πού; Πως θα φύγεις; Είμαστε πολιορκημένοι από παντού”
“Θα σου εξηγήσει ο πατέρας περισσότερα. Έχει εκείνος τρόπο να με βγάλει απ την πόλη…”
“Και θα πας πού; Τρελαθήκατε όλοι σας;”
“Στην Δωδώνη στους συγγενείς μας εκεί…”
“Μα γιατί; Τι έγινε ξαφνικά;”
“Μην ανησυχείς! Είναι για καλό μου! Για μένα είναι! Κάτι έχει γίνει και πρέπει να φύγω μέχρι να περάσει όλο τούτο που μας βρήκε…”
“Ω Θεοί! Τι κακό μάς λαχταράει;”
Ο Μενοικέας είχε πια συνέλθει. Βγήκε απ την αγκαλιά της μάνας του και της είπε:
“Όλα θα πάνε καλά! Να είσαι σίγουρη ότι το σπιτικό, η γη, η πόλη μας θα βρει τη γαλήνη και τη σωτηρία που λαχταρά και αξίζει! Και εσύ… και εσύ θα έχεις πάλι και τα δύο σου αγόρια στην αγκαλιά σου να τα χαίρεσαι. Και τον Αίμονα που είναι αρραβωνιασμένος και μένα το στερνοπαίδι σου”
“Παιδί μου… πρόσεχε σε παρακαλώ! Με τρέλανε η αλλόκοτη τούτη είδηση”
“Θα προσέχω μάνα! Σου δίνω το λόγο μου και την αγάπη μου ότι θα προσέχω. Άσε με τώρα να πάω να ετοιμάσω το άλογό μου”
Με μιας την αγκάλιασε με όση δύναμη είχε. Δεν της έδωσε άλλο χρόνο να μείνουν έτσι τυλιγμένοι και οι δύο σε μια συγκίνηση που έπνιγε. Την φίλησε στο μέτωπο και έφυγε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του.
“Άμα με ζητήσει ο πατέρας μου πες του πως πάω να φορτώσω τα πράγματά μου”, πρόλαβε να τού πει. Σε λίγο κάλπαζε με το άλογό του προς τα τείχη της πόλης. Κοντά στης Δίρκης την πηγή.
Στο δρόμο οι σκέψεις του έβγαιναν από το στόμα του δυνατά μονολογώντας με τον εαυτό του. Λες και κουβέντιαζε με τον άνεμο. Σύντομα τραβήχτηκε έξω από τα σπίτια. Ο κόσμος ήταν κλεισμένος μέσα στο φόβο του πολέμου. Κατά διαστήματα συναντούσε λόχους στρατιωτών και ιππέων είτε να αναπαύονται είτε να περιπολούν.
“Αγαπημένη μου πόλη… Θήβα μου μονάκριβη… στράτες των παιδικών μου χρόνων… κρήνες του πρώτου δρόσου μου ανάσες… εδώ που περπάτησα… οι ναοί που τίμησα… τα φτεροκοπήματα της καρδιάς που πρώτα ένιωσα σε κάθε σου μονοπάτι. Πού να πάω πατρίδα μου; Πού να σ΄ αφήσω; Εγώ να γίνω του χαμού σου η χαμένη ευκαιρία; Εγώ να σε προδώσω για να γλιτώσω τη ζωή μου; Και όλοι ετούτοι που ήρθαν εδώ από άλλες πόλεις κι άλλη γη. Εχθροί και δικοί. Για να υπερασπίσουν το δικό τους δίκιο. Γιατί δεν φεύγουν; Γιατί έμειναν να ποτίσουν με το αίμα της νιότης τους, την ιδέα που θεωρούν σωστή; Κι αν φύγω στα κρυφά πώς θα μπορέσω ύστερα να μάθω το πάρσιμο της πόλης.”
Γεμάτος συγκίνηση και με δάκρια να έχουν γεμίσει τα νεανικά του μάγουλα έτρεχε, έτρεχε ολόγυρα. Σε έναν μακρύ αποχαιρετισμό της δικής του γης. Και το άλογό του κάλπαζε ενώ το βλέμμα του θολό γύρευε απαντήσεις, μάταια, απεγνωσμένα.
“Εδώ λοιπόν!” είπε.
“Άρη!’ φώναξε με δύναμη υψώνοντας τα δυό του χέρια στον ουρανό.
“Κοίταξέ με στρατηλάτη!”
Μια παράξενη αντάρα άρχισε να κυκλώνει ολόγυρα το μέρος. Ένας ξαφνικός αγέρας άρχισε να ανανταριάζει τη γη και να λυγάει τα κλαδιά των δέντρων.
“Εδώ είμαι πιστός και έτοιμος να εκτελέσω την επιθυμία σου!” φώναξε ο Μενοικέας συγκινημένος μέσα σε έκσταση. Ο ουρανός τοπικά επάνω του άρχισε να μαυρίζει απότομα. Σύννεφα και αστραπόβροντα άρχισαν να αυλακώνουν τον ορίζοντα. Ο νεαρός Μενοικέας τράβηξε το ασημένιο εγχειρίδιο από τη ζώνη του κρατώντας το ψηλά μπροστά στο στήθος του.
“Πάρε με λοιπόν! Το δικό μου αίμα ας γίνει της Θήβας λύτρωση!”
“Γιε μου!” φώναξε, χωρίς να ξέρει γιατί, στο θέαμα του αστραπόβροντου προς τη μεριά της Δίρκης.
“Ο χρησμός!” φώναξε επίσης την ίδια στιγμή και ο Τειρεσίας στο δικό του ιερό σαν άκουσε την αντάρα της γης και του ουρανού. Το άλογο του Μενοικέα σηκώθηκε χλιμιντρίζοντας στα δυό του πόδια τρομαγμένο τραβώντας και σπάζοντας το κλαδί που έστεκε δεμένο. Με καλπασμό πήρε τρομαγμένο το δρόμο της επιστροφής για τον γνώριμό του στάβλο.
“Γιε μου!” κραύγασε με αγωνία ξανά ο πατέρας του , “Πού είσαι;”
“Όλα τώρα πια δείχνουν τα σημάδια!” ψέλλισε την ίδια στιγμή ο Αμφιάραος πολλά στάδια μακρύτερα, στων Δαναών το στρατόπεδο με την καρδιά του να χτυπά γοργά και δυνατά.
“Κανείς τώρα πια δεν μπορεί να εμποδίσει αυτό που όρισαν οι Μοίρες και οι χρησμοί των Θεών…” συμπλήρωσε με νόημα.
“Τειρεσία ο χρησμός σου!” ψιθύρισε μέσα απ τα δόντια του. Κατέβηκε με όση ταχύτητα είχε από το αίθριο βγαίνοντας στην αυλή. Τον ακολούθησε και η γυναίκα του η Ευρυδίκη.
“Που είναι τα πράγματά του;” ρώτησε τον σταβλάρχη.
“Άρχοντά μου έφυγε χωρίς να πάρει τίποτα” απάντησε τρομαγμένος εκείνος.
Ο Κρέων άρχισε να καταλαβαίνει.
“Τι συμβαίνει με το παιδί μας;” τον ρώτησε, σχεδόν τραβώντας τον απ τον χιτώνα η γυναίκα του. Εκείνος την κοίταζε χωρίς να μπορεί κάτι να της πει.
“Μίλα! Τι έγινε το παιδί μας; Πού είναι;” φώναζε σπαρακτικά.
Ο Κρέων έμοιαζε να μην βρίσκεται σε αυτόν τον κόσμο. Από το βάθος του δρόμου ακούστηκαν καλπασμοί και φωνές. Καβαλάρηδες στρατιώτες έφταναν από τα κάτω στενά.
“Δία κύρη μας βοήθησέ μας!” έπνιξε μια ικεσία μέσα του.
Είδε έναν νεαρό άντρα να τρέχει πανικόβλητος προς το σπίτι τους. Κουνούσε χέρια και πόδια και φώναζε. Ο Κρέων με την Ευρυδίκη ζύγωσαν προς την αυλή. Σε λίγο ο άντρας εκείνος έφτασε στον περίβολο ουρλιάζοντας. Ήταν ένας από τους υπηρέτες τους.
“Άρχοντά μου! Άρχοντά μου!” κραύγασε μόλις τους είδε να στέκονται αποσβολωμένοι κοντά στην είσοδο. Έκοψε την τρεχάλα του προσπαθώντας να βρει την ανάσα του.
“Τι συμβαίνει λοιπόν; Θα μας πεις;” κατάφερε να του μιλήσει αυστηρά αλλά με τη φωνή του μόλις να βγαίνει απ’ τα πνευμόνια του. Σχεδόν ήξερε τι επρόκειτο να ακούσει.
“Ο γιος σου άρχοντά μου….”
“Τι έγινε με το γιο μου; Μίλα!” τού φώναξε πιάνοντάς τον από τον χιτώνα τραβώντας τον. Εκείνη τη στιγμή μια πομπή από τέσσερις καβαλάρηδες στρατιώτες έφτασαν έξω. Κατέβηκαν από τα άλογά τους. Ο Κρέων μπόρεσε με την άκρη του ματιού του να δει ότι σε ένα πέμπτο άλογο ήταν φορτωμένο ένα ανθρώπινο σώμα. Τα πρόσωπα των στρατιωτών φορούσαν μια μάσκα τρόμου και πένθους. Κάποιοι προσπαθούσαν να κατεβάσουν το σώμα από το άλογο.
“Παιδί μου!” έσκισε το ουρλιαχτό της Ευρυδίκης το σκοτάδι της νύχτας που είχε ήδη πέσει. Πριν προλάβει κάποιος να την κρατήσει όρμηξε στο άλογο. Ο Κρέων ένιωθε να ζει ένα εφιάλτη. Ένας στρατιώτης κρατούσε στα χέρια του νεκρό έναν νεαρό άντρα, πίσω του σιωπηροί ακολουθούσαν οι άλλοι. Η Ευρυδίκη προσπαθούσε να αγγίξει το χλωμό πρόσωπο του νεκρού της γιου. Ο Κρέων είδε τον Μενοικέα να φτάνει νεκρός στα χέρια των στρατιωτών που τον ακούμπησαν στο πλάτωμα της αυλής. Όλα έμοιαζαν παράλογα.
“Παιδί μου! Το έκανες λοιπόν; Πώς μπόρεσες; Πώς άντεξες μόνος σου γιε μου; Σε ποια κραυγή θυσίασες τη νιότη σου Μενοικέα;”
Η γυναίκα του, η Ευρυδίκη τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο μίσος:
«Τι κάνατε στο παιδί μου, καταραμένοι!» ούρλιαξε ορμώντας στον Κρέοντα. Τα χέρια της χτυπούσαν το κορμί του με όση δύναμη είχε συνεχίζοντας να φωνάζει:
«Καταραμένος να είναι ο πόλεμός σας και εσείς όλοι! Μαύρος θάνατος του Άδη να σας τυλίξει στα βάθη της γης του. Τι κάνατε στο παιδί μου; Ποιος τον έσπρωξε στο θάνατο;»
Δεν υπήρχε απάντηση στις κραυγές της. Ο Κρέων δεν έκανε καν προσπάθεια να γλιτώσει από τα χτυπήματά της. Μόνο τα δάκρυά του ένιωθε να καίνει στα μάγουλά του μαζί με τα χαστούκια της Ευρυδίκης.
Έπεσαν μετά και οι δύο αλλόφρονες πάνω στο άψυχο σώμα του παιδιού τους κλαίγοντας γοερά. Ο Κρέων πήρε μια μεγάλη ανάσα, σήκωσε τα χέρια ψηλά και με όση δύναμη έμενε πια μέσα του κραύγασε:
“Πολυνείκη γιε του Οιδίποδα! Καταραμένος να είσαι για τον ερχομό σου εδώ, στη γη σου εισβολέας και πολιορκητής. Καταραμένος να ‘σαι από το αίμα του παιδιού μου. Μέρα μαύρη και θάνατος πικρός να σε προσμένει στα τείχη της πόλης! Τώρα είμαι βέβαιος! Το αίμα του γιου μου θα πέσει στων Δαναών τα κεφάλια. Καταραμένοι! Ελάτε λοιπόν! Ελάτε! Και να είστε σίγουροι ότι τα κουφάρια σας, σφαγμένα, θα τα φάνε τα όρνια στον κάμπο. Δεν θα υπάρξει κόκκος αυτής της γης να σκεπάσει τα κομμάτια σας.”
Αυτό το τελευταίο το είπε με σπαραγμό έχοντας βγάλει από μέσα του όλη την ικμάδα της ψυχής του.
3.6 Η μάχη στα τείχη
Ο ερχομός της νύχτας βρήκε τους στρατηγούς των Αργείων και των συμμάχων τους να έχουν πάρει τις αποφάσεις τους. Το ξημέρωμα που ζύγωνε θα σήμαινε και τη μεγάλη επίθεση. Αυτή τη φορά στα τείχη και στις πύλες της Θήβας. Όλοι είχαν πάρει τις οδηγίες τους και είχαν συμφωνήσει στο σχέδιο της επίθεσης. Η απουσία του Τυδέα από κοντά τους ήταν κάτι παραπάνω από αισθητή. Ο θάνατός του, τούς είχε πεισμώσει. Έμεναν πια μαζί με τον Άδραστο, επτά πολέμαρχοι που θα σήκωναν το βάρος. Με τον καθένα απέναντι σε κάθε πύλη. Και συνδυασμένη επίθεση με όλα τα μέσα. Ιππικό, άρματα, σκάλες και το πεζικό.
Ο Πολυνείκης πριν να αποσυρθεί στη σκηνή του πέρασε έξω από αυτήν του Αμφιάραου. Ο μάντης καθόταν σκεπτικός στη φωτιά έξω απ αυτήν. Κοντοστάθηκε λίγο μπροστά του. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Τα λόγια του ακούστηκαν απόμακρα.
“Έμαθες για το γιο του θείου σου;” τον ρώτησε.
“Λες για τον Μενοικέα;” απάντησε ο Πολυνείκης.
“Ξαδέλφια μακρινά είστε”
Ο Πολυνείκης ήρθε και έκατσε κοντά στον Αμφιάραο αντίκρυ στη φωτιά.
“Έμαθα ναι. Πως έγινε ξέρεις;”
Ο Αμφιάραος τον κοίταξε:
“Οι κήρυκες λένε ότι έβαλε τέλος στη ζωή του με το χέρι του. Στης Δίρκης τα νερά κοντά. Στου δράκοντα του Άρη το κοίλωμα. Το ξέρεις;”
“Ποιος δεν ξέρει για το μέρος που ο ιδρυτής της πόλης μου, ο Κάδμος σκότωσε με τη βοήθεια της Αθηνάς το φριχτό δράκοντα του Θεού. Αλλά γιατί;”
Ο Αμφιάραος ήπιε λίγο κρασί από ένα χάλκινο ποτήρι που είχε δίπλα του. Έδωσε και σ’ εκείνον ένα που το πήρε.
“Χρησμό μεγάλο έδωσε ο Τειρεσίας στους άρχοντες της Θήβας. Το αίμα του Μενοικέα θα δώσει λύτρωση στην πόλη και νίκη στα όπλα τους”
Ο Πολυνείκης αντέδρασε έντονα:
“Χρησμοί και πάλι χρησμοί! Μαντείες, προσδοκίες, σφάγια, οιωνοσκοπίες. Η Αθηνά γλίτωσε τον Τυδέα όπως μού ΄λεγε όταν τον στείλαμε για πρεσβείες την πρώτη φορά. Όμως τώρα κείται νεκρός! Χρησμοί αντιφατικοί μεταξύ τους, που ο ένας αναιρεί τον άλλο. Ποιον να κρατήσουμε και ποιον να αφήσουμε. Εκεί απέναντι στέκεται ένας επίορκος, αυτός είναι που παίζει με τη φωτιά του πολέμου…”
“Είναι αδελφός σου…”
“Ναι και τον τίμησα όπως τού έπρεπε. Τώρα όμως είναι η ώρα να λογοδοτήσει...”
Ο Αμφιάραος δεν απάντησε. Ο Πολυνείκης σηκώθηκε.
“Πάω στη σκηνή μου, μας χρειάζεται λίγη ξεκούραση. Αύριο τα χέρια μας δεν πρέπει να τρέμουν για να βαστάνε τις ασπίδες και τα σπαθιά σταθερά. Χαίρε Μάντη”
Άδειασε το ποτήρι με το κρασί στο στόμα του, το άφησε μπροστά εκεί στην πέτρα και έφυγε για τη σκηνή του με βιαστικά βήματα. Ο Αμφιάραος ακούμπησε το βλέμμα του στις σπίθες της φωτιάς. Η σκέψη του ταξίδευε πίσω στα παιδιά του, τον Αλκμαίωνα και τον Αμφίλοχο. Τα έβλεπε ανάμεσα στα μάτια του και στις φλόγες της φωτιάς μπροστά του. Σαν άνεμος περνούσε στα μάτια του ολάκερη η ζωή τους. Από τότε που είδαν το φως της ζωής ως την ώρα που τα κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του σαν έφευγε από το Άργος. Και ύστερα έβλεπε πάλι την ίδια εικόνα με τον εφιάλτη του. Τον ίδιο να τρέχει μανιασμένος και πίσω του μια σκιά να τον καταδιώκει. Μέχρι που ξαφνικά άνοιξε η γη μπρος στα πόδια του και ύστερα τίποτα! Το απόλυτο σκοτάδι.
Ματωμένο ξημέρωμα
“Αργείοι! Πίσω μου όλοι! Εγώ θα κάψω συθέμελα την πόλη της Θήβας! Δεν υπάρχει κανείς να με σταματήσει” ούρλιαξε σε κατάσταση παροξυσμού παρασύροντας τα πάντα στο βήμα του. Οι Θηβαίοι έφευγαν από κοντά του είτε νεκροί είτε πανικόβλητοι υποχωρούντες. Τότε… άξαφνα, χωρίστηκε στα δύο ο ουρανός. Και ένα τρομερό αστραπόβροντο έπεσε πάνω στον πολέμαρχο. Η γης σείστηκε εκεί γύρω, η αστραπή με την φονική φωτιά της διέλυσε τον Καπανέα σε άπειρα κομμάτια και καθώς τα μέλη του έπεφταν στη γη, οι Θηβαίοι κατάλαβαν ότι ο Δίας δεν θα άφηνε ποτέ την αγαπημένη του πόλη να καεί.
[1] Ο Περικλύμενος αναφέρεται ως εκείνος που σκότωσε τον Παρθενοπαίο στις “Φοίνισσες” του Ευρυπίδη. Στα ταξιδιωτικά του Παυσανία, στα “Βοιωτικά” αναφέρεται ότι οι Θηβαίοι ονόμαζαν τον Ασφόδικο τον άνθρωπο που σκότωσε τον Παρθενοπαίο. Ο Απολλόδωρος (Άπαντα 2), αναφέρει ως Αμφίδικο τον άνθρωπο που τον σκότωσε.
[2] Απολλόδωρου “Άπαντα 2”, αναφορά στην τελική μάχη στη Θήβα.
Συνεχίζεται...
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
Μενοικέας: "μένω" + "οίκος" Αυτός που μένει να υπερασπιστεί το σπιτικό του, τον οίκο του.
Μαντώ: στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει "Μάντισσα"
Αστόχαστα τα πνεύματα επικαλούνται των θεών το έλεος. καθένας απ’ την πλευρά του φρονεί πως ήρθε της πληρωμής η ώρα, η ώρα της οργής. Σκληρός ο χρησμός κι η τιμωρία εκδικήτρα επι αθώων και ενόχων. Τώρα νομίζω ανοίγουν οι ασκοί του Αιόλου. Βαριά η ατμόσφαιρα πάνω απ’ τη Θήβα, μυρίζει αίμα απ’ τον αδελφοκτόνο σπαραγμό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα ακόμη συγκλονιστικό κεφάλαιο Γιάννη γεμάτο συναισθήματα.
Καλή συνέχεια
Καλή Κυριακή!
Το έμπειρο ένστικτό σου και το άπλωμα της γνώσης σου, Αννίκα μου, γνωμοδοτεί σωστά. Τώρα ανοίγει ο ασκός του Αιόλου στη Θήβα. Τώρα, που η μάχη καταλάγιασε με τα φρικώδη αποτελέσματά της, έρχεται να φουσκώσει η καινούργια. Ποια άραγε θα είναι αυτή;
ΔιαγραφήΕυχαριστώ αγαπημένη μου φίλη για τη συμμετοχή σου. Να είσαι καλά.
Συγκλονιστική η στιγμή της θυσίας του Μενοικέα! Πραγματικά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως συγκλονιστική και συγκινητική ήταν η στιγμή που η Ευρυδίκη αντίκρισε το νεκρό της γιο! Και απόλυτα κατανοητή η κατάρα της μάνας μπροστά στο χαμό του σπλάχνου της.
Γι' αυτό και ο Κρέων δέχτηκε το θυμό της!
Παρ' όλα αυτά, ο Κρέων με περίσσια κακία τάχθηκε κατά του Πολυνείκη και τον καταράστηκε!
Και είμαστε πια στη καρδιά της μάχης. Μιας μάχης ματωμένης. Που όποια κατάληξη και να 'χει θα φέρει πόνο.
Μπράβο σου Γιάννη για την εξαιρετική δουλειά που έχεις κάνει. Αναμένουμε όπως πάντα με αγωνία τα επόμενα.
Καλό βράδυ :)
Εκείνο που με χαροποιεί και με συγκινεί πολύ, Μαρίνα μου, είναι η ουσιαστική συμμετοχή σου στα γενόμενα της πλοκής. Το ζεις, το βιώνεις. Συμμετέχεις, καταθέτεις σκέψεις και συναισθήματα με τρόπο καθάρια ζωντανό. Ειλικρινά σε ευχαριστώ καλό μου κορίτσι. Ναι, βρισκόμαστε στην καρδιά μιας μάχης χωρίς προηγούμενο. Σε ευχαριστώ με την καρδιά μου. Καλό ξημέρωμα.
ΔιαγραφήΣυγκλονιστική η περιγραφή της μάχης. Δύο στρατοί με γενναίους άντρες εκατέρωθεν χύνουν το αίμα τους σε μια προδικασμένη μάχη(;) μιας και οι Θεοί μίλησαν. Θα γίνει άραγε έτσι; Για να δούμε, φίλε μου τι μας ετοιμάζεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην Καλημέρα μου!
Βασίλη μου καλησπέρα σου. Βιώνουμε τη σύγκρουση στα τείχη της Θήβας με μεγάλη ένταση. Τα αποτελέσματά της είναι καθοριστικά και επώδυνα. Μέχρι να δούμε πού θα γύρει το τελικό αποτέλεσμα και τι θα φέρει.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ, αγαπητέ φίλε, για την παρουσία και τη συμμετοχή. Να είσαι καλά.
Αιματοβαμμένο κεφάλαιο, με τραγική φιγούρα αυτή της Ευριδίκης και το δίκαιο ξέσπασμά της στον Κρέοντα. Οι χρησμοί προμηνύουν τις οδυνηρές εξελίξεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή συνέχεια Γιάννη!
Οι γυναίκες και οι μανάδες, Μαρία μου, σέρνουν το βάρος της οδύνης πάντα σε άνομες και ανίερες αποφάσεις και επιλογές. Η δική τους θυσία είναι ασήκωτη πραγματικά.
ΔιαγραφήΚαλησπέρα καλή μου φίλη και σε ευχαριστώ με την καρδιά μου.
Μεγάλη θυσία έκανε το παλικάρι του Κρέοντα. Και παρότι δεν συμπαθώ τον Κρέοντα να του αναγνωρίσω ότι μεγάλωσε δυο άξιους γιους. Όσο για την τραγική φιγούρα της Ευρυδίκης τι να πω; Συγκλονίζομαι για όσα βίωσε με το χαμό του γιου της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι η μάχη συνεχίζεται, περισσότερο μάχη θεών είναι παρά ανθρώπων. Εκείνοι κανονίζουν όπως βλέπουμε Για να δούμε;
Καλό σου βράδυ
Άννα μου ναι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι Κρέων έβγαλε δύο εξαίρετους γιους. Τον Αίμονα και τον Μενοικέα. Αυτό είναι αλήθεια. Όσο για την Ευρυδίκη, πράγματι, σηκώνει κι αυτή το βάρος της οδύνης σαν γυναίκα που υποφέρει από άνομες αποφάσεις και πράξεις. Ευχαριστώ αγαπημένη μου φίλη για την παρουσία και το χρόνο σου. Καλό βράδυ.
ΔιαγραφήΣυγκλονιστικό επεισόδιο Γιάννη μου γεμάτο από την θυσία του Μενοικέα, την οδύνη της Ευρυδίκης αλλά και του Κρέοντα από χρησμούς, κατάρες και αίμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή συνέχεια!
Καλώς την Ελένη μας. Ευχαριστώ πολύ καλή μου φίλη για την παρουσία σου και τη συμμετοχή σου. Διακρίνω ένα πάθος στην ανάγνωση και ομολογώ με τιμάει ιδιαίτερα. Σε ευχαριστώ κορίτσι μου, να είσαι καλά.
ΔιαγραφήΤο κομμάτι αυτό της ιστορίας σου μαζί με την μουσική συνοδεία της Γλαύκης, μου ήταν πολύ συγκλονιστικό, αλλά και φριχτό συγχρόνως, για την ματαιότητα των πολέμων ανά τον κόσμο... πόσες ζωές άδικα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗταν σαν να έβλεπα πολεμική ταινία μπροστα μου με όλες τις λεπτομέρειες της...λατρεμένες του δικού μου...
Πολύ παραστατική η γραφή σου φίλε μου για μια ακόμα φορά!!
Καλή συνέχεια να ευχηθώ... και καλο βράδυ.
Ναι, θα συμφωνήσω μαζί σου, Ρούλα μου. Η ιστορία μας κορυφώνεται και η τραγική ατμόσφαιρα του πολέμου και των επιπτώσεών του, απλώνεται παντού. Και φυσικά η θηριωδία του πολέμου, ισχύει διαχρονικά αγαπημένη μου φίλη, καθώς βλέπουμε και σήμερα.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ που είσαι πάντα εδώ με το χρόνο και τη συμμετοχή σου. Την καλησπέρα μου.
Ένα τρομερό κεφάλαιο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜονορούφι το πήγα...!
Συγκλονίζει η σκηνή της φυγής και της θυσίας του Μενοικέα!
Και πάλι εντυπωσιακή η περιγραφή της μάχης!
(Ταιριαστή απόλυτα, τελικά, η μουσική εδώ. Μια κραυγή για όλα.)
Μπράβο, Γιάννη!
Η μουσική σου επιλογή, Γλαύκη μου, είναι μοναδική! Μοναδική σε κάθε κεφάλαιο αληθινά. Πόσο ανεβάζει την όλη αίσθηση.
ΔιαγραφήΗ θυσία του Μενοικέα είναι τραγική πραγματικά. Βουλιάζουν όλα στην τραγωδία καλή μου φίλη και αναζητούμε την όποια κάθαρση. Άρα θα υπάρξει; Σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο και το σχόλιο, Γλαύκη μου.