H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 26η δημοσίευση

 


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 23 

Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25


Στην προηγούμενη δημοσίευση, τελειώσαμε το κεφάλαιο 3.5. Ο Μενοικέας, ο νεαρός γιος του Κρέοντα, μαθαίνει τον εφιαλτικό χρησμό του Τειρεσία, που αποζητά το θάνατό του για να σωθεί η Θήβα από την επίθεση των Αργείων. Ο πατέρας του, προσπαθεί να τον φυγαδεύσει στη Δωδώνη για να επιβιώσει μέχρι να περάσει η μεγάλη αυτή κρίση. Όμως ο νεαρός γιος έχει μέσα του άλλες σκέψεις. 

Θα τον δούμε να αποχαιρετά τη μητέρα του και να παίρνει, ο ίδιος, το δρόμο του μαρτυρίου, για να βάλει τέρμα στη ζωή του ακριβώς στην πηγή του Άρη.

Το τραγικό νέο του θανάτου του Μενοικέα βρίσκει τους γονείς του σοκ πραγματικό. Ο Κρέων λυσσομανά κατά του Πολυνείκη, θεωρώντας τον ηθικά υπεύθυνο για τα δεινά που απλώνονται ολόγυρά τους, η δε γυναίκα του, η Ευρυδίκη, καταριέται με σκληρό ανάθεμα όλους εκείνους, που οδήγησαν στον πόλεμο και στο θάνατο τόσο το παιδί της όσο και όλους τους άλλους.

Στη συνέχεια ξεκίνησε το κεφάλαιο 3.6 στο οποίο έχουμε τη μεγάλη μάχη στα τείχη της πόλης. Οι Αργείοι με τους συμμάχους τους, θα επιτεθούν λυσσαλέα αλλά η άμυνα των Θηβαίων θα αντέξει και θα προκαλέσει μεγάλες απώλειες σε ζωές ακόμα και επιφανών στρατηγών.


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η σημερινή μουσική επιλογή της καλής μας φίλης συνεχίζει να είναι εκπληκτική. Άλλωστε δεν έχει πάψει ποτέ να ντύνει το μυθιστόρημα με επική συγκλονιστική μουσική.



26η Δημοσίευση


Κεφάλαιο 3.6 (Μέρος Β')

Ο αδελφός τον αδελφό

Κάποια στιγμή από τους ψηλούς πύργους, μέσα στην πρόσκαιρη ηρεμία λίγο πριν ξαναρχίσει πάλι η μάχη, πρόβαλε η μορφή του Ετεοκλή. Στο πρόσωπό του είχε ζωγραφισμένη την έπαρση και τη σιγουριά της νίκης. Χωρίς να υπολογίσει τίποτα ακούστηκε επιβλητική η φωνή του:

“Ε Αργείοι στρατηγοί και στρατιώτες. Όσοι απομείνατε πια ζωντανοί και δεν σας σκέπασε το σκοτάδι του Άδη, πού είναι κρυμμένος αυτός ο Πολυνείκης; Δείτε μωρέ για ποιον πολεμάτε και τρέχετε στο θάνατο! Δεν έχετε γλιτωμό και το βλέπετε! Παρατήστε λοιπόν την επίθεση και πείτε σε εκείνον το δειλό τον αδελφό μου να βγει μπροστά μου εδώ να μετρηθούμε. Πρόσωπο με πρόσωπο. Πολυνείκη! Πού είσαι;”

Μεγάλο σούσουρο και αναταραχή προκάλεσε αυτή η ωμή πρόκληση του βασιλιά της Θήβας τόσο προς τον Αργίτικο στρατό όσο και προς τον αδελφό του. Την ίδια έκπληξη όμως προκάλεσε και στους ίδιους τους Θηβαίους, που είδαν το βασιλιά τους να εκτίθεται στον άμεσο κίνδυνο και να ξεφεύγει σε μια ακραία παρορμητική στάση. Ο ένας στρατιώτης κοίταζε τον άλλο, τόσο στους Δαναούς όσο και στους Θηβαίους.

“Τι πάει να κάνει μα τον Δία!” ξέσπασε ανήσυχος ο Κρέων πιο πίσω καθώς τον άκουσε από έναν διπλανό πύργο. Ο Ετεοκλής ήταν ασταμάτητος, άρχισε πάλι να φωνάζει:

“Πείτε του να βγει. Εδώ μπροστά μου. Να μετρηθούμε οι δυό μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Και αν τον σκοτώσω τότε ας έρθει να με αντικαταστήσει, αν όχι τότε θα φύγετε όλοι για τα σπίτια σας όπως ήρθατε”

Οι Θηβαίοι πανηγύρισαν με κάθε τρόπο τα λόγια του βασιλιά τους χτυπώντας δόρατα και σπαθιά πάνω στις ασπίδες τους με πολεμικές κραυγές.

Ο Άδραστος έτρεξε δίπλα στον Πολυνείκη που έδειχνε τόσο οργισμένος ώστε με δυσκολία μπορούσε να μιλήσει σωστά.

“Μην πας! Είναι παγίδα!” τού είπε ο βασιλιάς.

“Δεν τον ακούς; Το επίορκο φίδι! Τολμά να με ταπεινώνει μπροστά σε δύο στρατούς…” άφριζε απ’ την έντασή του ο Πολυνείκης. Έμοιαζε θηρίο σε κλουβί.

“Δεν κρίνονται οι πόλεμοι στον εγωισμό γιε μου! Μήτε στα πείσματα μιας μονομαχίας! Οι μάχες θέλουν μυαλό καθαρό, χέρι που δεν θα τρέμει απ’ την οργή και την παρόρμηση”

“Και θα τον αφήσω να διαπομπεύει το όνομά μου;”

“Θυμάσαι τι έκανε με τον Τυδέα την πρώτη φορά; Τού έστησε παγίδα στο ποτάμι για να τον αφανίσει, έτσι θα κάνει και με σένα. Θα τού δώσεις τέτοια ευκαιρία;” έγινε πιο πιεστικός ο Άδραστος.

“Αυτή μοιάζει να είναι η δική μας ώρα βασιλιά! Η ώρα να αναμετρηθώ μαζί του. Καιρό τώρα μού έδωσε αφορμές και δεν είχα την ευκαιρία. Και να τώρα! Μού τη δίνει ο ίδιος….”

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, καβάλησε το άρμα του και μονάχος όρμησε μπροστά προς τα τείχη της Θήβας.

“Πολυνείκη στάσου!” ακούστηκε η φωνή του Άδραστου ανήμπορη όμως να τον σταματήσει. Ήδη το άρμα του, τυλιγμένο στη σκόνη, ζύγωνε φτάνοντας κάτω απ τον πύργο του Ετεοκλή. Αυτός έδωσε εντολή στους Θηβαίους να πάψουν κάθε κίνηση. Ο Πολυνείκης ήρθε και στάθηκε με το άρμα του μπροστά από τις Νήιστες πύλες. Η φωνή του ακούστηκε εξ ίσου δυνατή και επιβλητική με αυτή του αδελφού του.

“Μεγάλα και κούφια τα λόγια σου μπροστά σε όλους. Γιατί, εκτός από επίορκος και άτιμος στις συμφωνίες σου, είσαι και αλαζόνας. Ήρθα λοιπόν Ετεοκλή αδελφέ μου εδώ μπροστά σου. Σε περιμένω καθώς είπες. Και δεν στο κρύβω πως τούτο εδώ είναι το καλύτερο. Να λύσουμε εμείς οι δύο τις διαφορές μας. Αρκεί να βαστάξεις το λόγο σου αυτή τη φορά γιατί το συνηθίζεις, κατά το πώς σε βολεύει να τα γυρίζεις. Έλα λοιπόν! Σε καρτερώ!”

Αυτή τη φορά ήταν η σειρά των στρατιωτών του Άργους να αποθεώσουν τον στρατηγό τους. Με τον ίδιο τρόπο. Το ίδιο πάθος και ένταση.

Ο Ετεοκλής τίναξε το βλέμμα του προς τον αδελφό του και άρχισε να κατεβαίνει. Η μεγάλη ώρα που τα δύο αδέλφια θα βρίσκονταν το ένα αντιμέτωπο στο άλλο είχε πια ζυγώσει. Η ώρα που η κατάρα του Οιδίποδα θα γινόταν πράξη μπροστά στα μάτια όλων έξω απ τις πύλες της πόλης.

“Κυρά μου! Βασίλισσα τρέχα!

Η, γεμάτη αγωνία, φωνή του Δήλιου, του αξιωματικού του παλατιού, ακούστηκε σπαρακτική στα δώματα της Ιοκάστης. Μπήκε με την ανάσα του να κοντεύει να σπάσει από το τρέξιμο να βρεθεί κοντά της. Είδε την Ιοκάστη και δίπλα της την Αντιγόνη. Ήταν όλες μαζί για να δίνει η μία κουράγιο στην άλλη τις μαύρες αυτές ώρες του πολέμου.

“Τι συμβαίνει Δήλιε;” τον ρώτησε ανήσυχη η Ιοκάστη.

“Τα παιδιά σου κυρά μου!”

Και οι δυό τους έκαναν σαν να τους χτύπησε αστροπελέκι.

“Τι εννοείς τα παιδιά μου;” απάντησε η Ιοκάστη.

“Τι έγινε με τα αδέλφια μας;” ρώτησε η Αντιγόνη με αγωνία.

Ο Δήλιος προσπαθούσε να βρει την ανάσα του για να μιλήσει. Η Αντιγόνη πήγε κοντά του, τον άρπαξε από τους ώμους.

“Θα μιλήσεις επιτέλους;”

“Κυράδες μου, καλύτερα που σας βρίσκω εδώ το λοιπόν. Για να το ακούσετε. Βουίζει έξω ολάκερη η Θήβα”

“Λέγε άνθρωπέ μου” τον πίεσε η Ιοκάστη.

“Κυρά μου, πώς να το αντέξω όλο τούτο; Ποια κατάρα μας κυνηγάει και γιατί; Τα παιδιά σου Ιοκάστη. Θα μονομαχήσουν έξω από τις Νήιστες πύλες”

“Ω συμφορά μας” έσκουξαν και οι δύο, “Μα πώς;” ρώτησε η Ιοκάστη.

“Ο γιος σου ο βασιλιάς, προκάλεσε τον αδελφό του με λόγια βαριά και ταπεινωτικά. Και ο άλλος δεν ήταν δυνατόν να μην απαντήσει…”

“Πως έγινε όλο αυτό Δήλιε;”

“Δεν είναι ώρα κυράδες μου να σάς εξηγήσω. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε άλλη φορά. Τώρα πρέπει να τρέξετε! Να κάνετε κάτι, να τους προλάβετε πριν είναι αργά! Πριν ο Άδης στήσει χορό ακόμα μεγαλύτερο σήμερα απ όσα έχουν δει τα μάτια μου”

Η Ιοκάστη γύρισε αλαφιασμένη στην κόρη της.

“Θα έρθεις μαζί μου;” ρώτησε συνεχίζοντας.

“Πόσα ακόμα θα δουν τα μάτια μου η δόλια και θα ακούσουν τα αυτιά μου! Το ότι πλάγιαζα ομόκλινη με το παιδί μου; Το ότι είδα τον άντρα μου και γιο μου να τυφλώνεται με τα χέρια του μπροστά μου; Το ότι έθαψα την ίδια τη μικρή μου κόρη. Και τώρα, να δω τώρα τα δυό μου αγόρια να αλληλοσφάζονται ο ένας αντίκρυ στον άλλον; Πάμε Αντιγόνη. Πάμε μήπως προλάβουμε! Αθηνά Παλλάδα προστάτιδά μας, κάνε το δικό σου θαύμα μην μας βρει άλλη συμφορά!”

Ο Δήλιος βγήκε πρώτος από τα δώματα βιαστικός. Πίσω του η Ιοκάστη με την Αντιγόνη να ακολουθούν τυλιγμένες στην θανάσιμη αγωνία.

Ο Ετεοκλής κατέβηκε αργά και αποφασιστικά από τον πύργο. Ολόγυρά του τον συνόδευαν οι επευφημίες των Θηβαίων στρατιωτών. Δεν τους άκουγε. Μπροστά στα μάτια μου έστεκε μονάχα αδρά η φιγούρα του αδελφού του, εισβολέα στην πατρική γη, του Πολυνείκη. Βγήκε από τα τείχη. Πέρασε τις Νήιστες πύλες. Ολόγυρά του έστεκαν σωροί νεκρών στρατιωτών στη μέχρι τώρα σκληρή μάχη. Κορμιά νεκρά ανάκατα με σπασμένα και αναποδογυρισμένα άρματα. Άλλα διαλυμένα και άλλα να σιγοκαίγονται από τα πύρινα βέλη. Στο χέρι του κρατούσε την ασπίδα του. Το σπαθί του ήταν περασμένο στο θηκάρι του και στο δεξί του χέρι βάσταγε το μακρύ χάλκινο δόρυ του. Στη μνήμη του ακόμα νωπός ο θάνατος της αδελφής του. Στην συνείδησή του έτρεχε γοργά να συναντήσει τον ένοχο αυτής της καταστροφής. Το μίσος για εκδίκηση θέριευε μέσα του.

Ο Πολυνείκης κατέβηκε από το άρμα με την ίδια αρματωσιά, που έφερνε και ο αδελφός του. Λίγα μέτρα πιο πέρα έστεκε μια αντρική φιγούρα. Ο Ετεοκλής. Για εκείνον, δεν ήταν ο αδελφός του. Το αίμα του. Δεν τον ένωνε με αυτόν τον άνθρωπο τίποτα. Αντίθετα τον χώριζαν πολλά. Η παράβαση του όρκου του, η ατιμία του, οι συνεχείς προσβολές του. Δεν χωρούσαν τούτη την ώρα άλλες σκέψεις πέραν από αυτές. Δεν χωρούσαν αυτή την ώρα συναισθήματα. Θα ήταν καταστροφικά.

Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Ολόγυρα στον κάμπο δεν ακούγονταν τίποτα. Μια παγερή σιωπή είχε τυλίξει όλους εκείνους τους θεατές της επερχόμενης σύγκρουσης. Που θα παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Κανείς δε λογάριαζε να φτάσουν τα πράγματα εδώ. Και σε πάρα πολλών τη σκέψη, αυτή τους η απόφαση, φαινόταν λυτρωτική καθώς αυτή τους η ύστατη αμάχη θα έβαζε τέλος στο θανατικό του πολέμου, που παρέσερνε και τους ίδιους. Γι αυτό τα μάτια όλων ήταν ακουμπισμένα πάνω τους με σεβασμό και δέος. Ήταν τρομερό μπροστά τους, δυο αδέλφια να ήταν έτοιμα να αλληλοσφαχτούν.

“Ήρθε η ώρα λοιπόν να λογοδοτήσεις Ετεοκλή!” φώναξε ο Πολυνείκης.

“Θλιβερό κουφάρι στα όρνια θα γίνεις σε λίγο ...ανάξιε αδελφέ μου” απάντησε εκείνος.

“Νομίζεις οι προσβολές σου θα μείνουν χωρίς απάντηση; Για πόσο καιρό θα στέκεις αλώβητος θαρρείς;”

“Πριν σταθείς απέναντί μου πρέπει να μάθεις για την μικρή σου αδελφή, για να νιώσεις το μέγεθος του θανάτου που έφερες στην πατρίδα σου” πέταξε στα μούτρα του ο Ετεοκλής.

Ο Πολυνείκης πάγωσε.

“Τι θες να πεις; Μίλα καθαρά; Ποια αδελφή μου; Τι συνέβη;”

“Δεν τόλμησαν να στα πουν οι εκλεκτοί σου συμπολεμιστές ή δεν είχαν το θάρρος σαν άντρες να το κάνουν…”

“Μίλα ξεκάθαρα και πάψε των λόγων τα παιχνίδια!” απάντησε οργισμένος ο Πολυνείκης.

Ο Ετεοκλής κάρφωσε το βλέμμα του γεμάτο μίσος.

“Η Ισμήνη…..δεν τόλμησαν να σκεφτώ να σού πουν…”
“Τι έπαθε η Ισμήνη καταραμένε μίλα!”

Είχαν πλησιάσει επικίνδυνα ο ένας κοντά στον άλλον. Με πολύ κόπο συγκρατούσαν την οργή τους.

“Η Ισμήνη βρέθηκε νεκρή, σφαγμένη μέσα στο ναό της Αθηνάς! Δεν το έμαθες;”

Ο Πολυνείκης έκανε δυό βήματα πίσω σαν να τον χτύπησε κεραυνός.

“Τι είναι τούτα που μού λες αχρείε; Ποιος τόλμησε; Γιατί;”

“Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος έβαψε άνανδρα τα χέρια του στο αίμα μιας ιέρειας, στης Θεάς το ναό μέσα. Αλλά τι λέω; Για όλα είστε ικανοί!”

“Πάψε…..! Γιατί να ‘ναι δικό μας αυτό το ανόσιο έργο;” ούρλιαξε ο Πολυνείκης με βλέμμα θολό από δάκρυα.

“Σε ταράζει η αλήθεια; Τι ζητάω από έναν που ζώστηκε το σπαθί και το δόρυ για να κάψει την ίδια του την πόλη. Εσύ είσαι ένοχος για το θάνατο της αδελφής σου! Εσύ τα έκανες όλα! Αν δεν ήσουν εδώ τίποτα από όλο αυτό το θανατικό δεν θα είχε ξεκινήσει…”

“Πάψε! Γεμίζεις το στόμα σου ύβρεις και ψέμματα και το ξέρεις. Μην μου φορτώνεις κρίματα που γι αυτά, μήτε εσύ ο ίδιος γνωρίζεις τον φταίχτη. Δεν ήξερα τίποτα για την Ισμήνη….”

“Θα το πληρώσεις αδελφέ μου το αίμα της! Θα το πληρώσεις τώρα εδώ με το δικό σου και όλων εκείνων που σύρθηκαν κοντά σου ερπετά στης πατρίδας το χαμό…”

“Ω Θεοί! Ακούστε τον! Πόσο ιταμός μπορεί κάποιος να γίνει στης εξουσίας το σφετερισμό, πόσο εύκολα δικές του ευθύνες σε ξένες πλάτες γυρεύει να αποθέσει…”

“Καλό ταξίδι στον Άδη αδελφέ μου! Ήρθε η ώρα σου!” κραύγασε ο Ετεοκλής.

Πήραν και οι δύο στο δεξί χέρι τα δόρατά τους, σήκωσαν τις ασπίδες τους για κάλυψη. Και άρχισαν με μικρά και συντονισμένα βήματα να πορεύονται κυκλικά ο ένας απέναντι στον άλλο. Σαν εκείνα τα θηρία που αναμετριούνται με το βλέμμα λίγο πριν την τελική αναμέτρηση. Ο χορός του θανάτου είχε ήδη ξεκινήσει. Αργός, ρυθμικός. Ένας κύκλος αίματος. Βήμα το βήμα, βλέμμα το βλέμμα. Βουτηγμένοι στην απέραντη σιωπή που είχε σκεπάσει τα πάντα λες και όλοι βαστούσαν τις ανάσες τους βαθιά στα στήθια. Μονάχα αραιά και που μια χοή αγέρα έσερνε σκόνη και μικρές πέτρες στο χώμα.

Στάθηκαν και οι δύο σε αμυντικές στάσεις καλά καλυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους. Ξάφνου ο Πολυνείκης έκανε απότομα στροφή στην κυκλική του πορεία και κραδαίνοντας το δόρυ επιτέθηκε κατά μέτωπο στον αδελφό του. Το δόρυ έφυγε από το χέρι του με δύναμη. Μόλις την τελευταία στιγμή ο Ετεοκλής μπόρεσε να το αποκρούσει με την ασπίδα του. Αυτό έπεσε αρκετά μακριά του στη γη. Ο Πολυνείκης οπισθοχώρησε για να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την αντεπίθεση του Ετεοκλή. Πράγματι ήταν σειρά του αδελφού του με το δόρυ σε θέση βολής να τον γυροφέρνει. Για μια στιγμή βλέποντας ένα κενό στην άμυνά του , εξαπέλυσε με δύναμη και τέχνη το δικό του δόρυ. Η μεταλλική λεπίδα έφυγε με μεγάλη δύναμη. Γέρνοντας δεξιά ο Πολυνείκης παραμέρισε με το μυτερό δόρυ να περνά ξυστά γδέρνοντας τον αριστερό του ώμο. Το πρώτο αίμα λέρωσε το χέρι του, το πρώτο σημάδι. Κοντοστάθηκαν για λίγο να πάρουν ανάσες. Σχεδόν ταυτόχρονα τράβηξαν τα σπαθιά από τα θηκάρια τους.

Οι αντίπαλοι, Θηβαίοι και Αργείοι, τους παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα και με διάφορα πνιχτά επιφωνήματα αγωνίας. Στην αρχή οι κινήσεις τους ήταν προσεκτικές. Κινούνταν σαν θεριά που καραδοκούσαν το θύμα τους λίγο πριν επιτεθούν. Έγραφαν κυκλικές κινήσεις κάτω στο χώμα. Με τις ασπίδες να καλύπτουν το σώμα τους τα σπαθιά τους έριχναν διαδοχικές αναλαμπές από τις ακτίνες του ήλιου, που άστραφτε πάνω τους. Πρώτος ξεκίνησε την επίθεση ο Ετεοκλής για να συναντήσει την σθεναρή και αποφασιστική άμυνα του αδελφού του. Τα σώματά τους άλλαζαν συνεχώς θέση στο έδαφος ενώ ο ήχος από τα ξίφη που διασταυρώνονταν άρχισε να γίνεται ανατριχιαστικός. Η μάχη ήταν εντελώς αμφίρροπη, τα χτυπήματα δυνάμωναν. Άλλα κόβονταν από το αντίπαλο σπαθί και άλλα συναντούσαν την χάλκινη ασπίδα που αντηχούσε υπόκωφα στην κρούση. Το ένα χτύπημα πιο δυνατό και πιο μανιασμένο από το άλλο. Κάποια στιγμή οι δυό τους βρέθηκαν τόσο κοντά που με μια περιστροφή ο Ετεοκλής βρήκε με την άκρη του σπαθιού του τον ώμο του αδελφού του καθώς αυτός δεν πρόλαβε να καλυφτεί. Το χτύπημα έδωσε θάρρος στον Ετεοκλή αλλά και χαλάρωσε λίγο την άμυνά του. Ο Πολυνείκης ορμώντας μπροστά εξαπέλυσε τη δική του απάντηση. Το σπαθί του πέρασε λίγα εκατοστά μακριά από το κεφάλι του αδελφού του. Πόση ειρωνεία! Σε κάθε επιθετική τους κίνηση, σε κάθε σπαθιά, σε κάθε κρούση της ασπίδας, σε κάθε τίναγμα των χεριών, όλο και κάποια εικόνα από τα ευτυχισμένα παιδικά και νεανικά τους χρόνια φώτιζε μέσα στο μυαλό τους. Λες και μια μοιραία τραγική μοίρα δυνάμωνε το κάθε επόμενο χτύπημα. Το ένα σπαθί πάνω στο άλλο, και μέσα από εκεί και στων δύο τα μάτια έρχονταν οι εικόνες που έπαιζαν παιδιά με ξύλινα σπαθιά. Μόνο που τότε χαμογελούσαν και φώναζαν κάνοντας φασαρία ενώ τώρα οι κραυγές τους ήταν γεμάτες απόγνωση. Και ο κρότος από τις ασπίδες που γδέρνονταν η μία πάνω στην άλλη τους έφερναν αστραπιαία στα μάτια τις στιγμές που μετά τους καυγάδες τους παιδιά, έπεφταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου χαμογελώντας για να γυρίσουν και πάλι αγαπημένοι στο σπίτι.

Ο Πολυνείκης απέκρουσε με το σπαθί του ένα χτύπημα ευθύβολο του αδελφού του και στη συνέχεια η ασπίδα του τον βρήκε με δύναμη στο πλάι. Ο Ετεοκλής παραπάτησε και γκρεμίστηκε στο χώμα λίγα μέτρα πιο πέρα. Κραυγές και οιμωγές φόβου ακούστηκαν από τους Θηβαίους. Για δευτερόλεπτα έμεινε κάτω ακάλυπτος με τον Πολυνείκη να χυμάει επάνω του. Στα μάτια τους για δευτερόλεπτα ήρθε η εικόνα να σηκώνει κάποτε τον αδελφό του που είχε πέσει καταγής χτυπώντας το πόδι του σαν ήταν μικρά παιδιά. Με μια κραυγή τραβήχτηκε πέρα.

“Σήκω!” τού φώναξε με δάκρυα στα μάτια, “Ορθός θέλω να πεθάνεις απ το σπαθί μου!”

Ο Ετεοκλής σηκώθηκε. H αντεπίθεσή του ήταν αφηνιασμένη αλλά η μονομαχία τους είχε πάρει χαρακτηριστικά ενός τραγικού αλληλοσπαραγμού. Λες και το αρχικό μίσος είχε αφήσει τη θέση του στην απόγνωση και στην τραγική τους μοίρα. Κάθε λεπτό που περνούσε τα βήματά τους γινόταν όλο και πιο ασταθή και οι άμυνές τους όλο και πιο απρόσεκτες. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει κάθε εκατοστό από το σώμα τους ενώ ο ένας σχεδόν δεν ξεχώριζε τη μορφή του άλλου. Σαν να πολεμούσαν κάτι “ξένο”, κάτι “άλλο”, έξω από αυτούς. Μια παραζάλη μάχης τούς είχε συνεπάρει θανάσιμη και καταστροφική.

Η μοιραία κίνηση ήταν θέμα χρόνου να γίνει. Ο Πολυνείκης δεν πρόλαβε να καλυφθεί με την ασπίδα του σε ένα χτύπημα του αδελφού του. Έτσι το κοφτερό σπαθί τον βρήκε στα αριστερά του πλευρά, θανάσιμα. Η λάμα του χάλκινου σπαθιού διαπέρασε το προστατευτικό δέρμα και βυθίστηκε στα σπλάχνα του. Τα πλευρά του Πολυνείκη γέμισαν με το αίμα του, που πότιζε πια ως κάτω τη γη. Τρέκλισε προς τα πίσω. Αυτός που ξαφνιάστηκε περισσότερο ήταν ο Ετεοκλής που θέλοντας να ξεσπάσει και να ανταποκριθεί στην αποθέωση του αλλαλάζοντος πλήθους των Θηβαίων, γύρισε το βλέμμα του προς αυτούς, υψώνοντας ανοιχτά τα χέρια του στον ουρανό κραδαίνοντας ασπίδα και σπαθί. Ήταν η μοιραία εκείνη στιγμή που ο Πολυνείκης πριν πέσει έκανε το ύστατο βήμα μπροστά βυθίζοντας το σπαθί του στο πλάι του αδελφού του. Το χάλκινο μέταλλο διαπέρασε τη ζώνη και κομμάτιασε τα νεφρά του Ετεοκλή με το αίμα του να λούζει τα πόδια του.

Και ήταν εκείνη η τραγική ώρα, η ώρα που τα αρπαχτικά όρνια, πέταξαν πάνω απ τον κάμπο της Θήβας, που οι στρατιώτες που βρίσκονταν κοντά σιώπησαν απότομα σαν να τους χτύπησε κεραυνός. Μια βουερή κραυγή ακούστηκε στο πεδίο. Τα δύο αδέλφια, οι αντίμαχοι γύρισαν ο ένας απέναντι στον άλλο τρεκλίζοντας. Το αίμα είχε ήδη βάψει εκτός απ τα κορμιά τους και τη γη, τη δική τους γη. Στο χώμα που κάποτε έπαιζαν παιδιά, στο χώμα που κυλιόντουσαν ανέμελα τα παλιά εκείνα χρόνια, σε αυτό το χώμα έπεσαν τώρα ο ένας δίπλα στον άλλο.


Μια μάνα κοντά στα παιδιά της

“Παιδιά μου!”

Πόσο τρομακτικά αντήχησε αυτή η κραυγή της απελπισίας ολόγυρα στον κάμπο και πόση ανατριχίλα προκάλεσε παντού. Η Ιοκάστη με την Αντιγόνη, αψηφώντας γνώμες και φωνές, παρακλήσεις και προσπάθειες, είχαν σαρώσει κάθε τι μπροστά τους και έφτασαν και οι δυο τους εκεί. Στο μέρος που οι γιοι και τα αδέλφια της είχαν ξεκινήσει το φτερούγισμά τους στον σκοτεινό Άδη.

“Παιδιά μου! Δεν πρόλαβα η δύστυχη γιατί;” έσκουξε σαν λαβωμένο θεριό γονατίζοντας ανάμεσα στα ματωμένα κορμιά τους, η μάνα τους. Το ίδιο και η αδελφή τους από πίσω.

“Τι να αντικρίσω τώρα η δόλια και τι να πω; Ποια παρηγοριά και ποιο χάδι να σας δώσω;”

Κοίταζε τα κορμιά τους, τα χέρια της έτρεμαν από την αγωνία. Η Αντιγόνη προσπαθούσε να δει αν θα μπορούσε να κάνει κάτι.

Ο Ετεοκλής με το αίμα να τρέχει από το στόμα του έγειρε στα δεξιά το κεφάλι του. Το πρόσωπό του είχε πάρει μια γαλήνη άλλου κόσμου. Τα ύστατα λόγια του βγήκαν τρεμάμενα και αχνά από το μελανιασμένο του στόμα:

“Μάνα… δεν πρόλαβες… κανέναν μας… μένει μονάχα η γη και η πατρίδα μας… δική σας”

Τα μάτια του έμειναν ακίνητα καρφωμένα ίσια επάνω στον ουρανό της Θήβας. Η Αντιγόνη είχε σκύψει λίγο πιο πέρα στον Πολυνείκη, έστρεψε προς τα κει το βλέμμα της και η Ιοκάστη. Ο Πολυνείκης άπλωσε λίγο το χέρι του, η Αντιγόνη το άρπαξε σαν να ήθελε να του δώσει κάθε ικμάδα απ τη δική της ζωή. Σαν να ήθλε να το τραβήξει απ’ το ταξίδι του θανάτου. Να τον κρατήσει κοντά της.

“Αδελφή μου… μάνα μου… φεύγω… γλυκόπικρος ο θάνατος απ’ το χέρι του αδελφού μου… και όχι ξένου… μαζί στη ζωή… μαζί και τώρα…”

“Παιδί μου Πολυνείκη!” κρεμάστηκε η συντριμμένη μητέρα του απ τα χείλη του.

“Μάνα… Αδελφή μου… αγκαλιά στη γη της Θήβας βάλτε με… αυτό μονάχα… αυτό σας ζητώ. Δεν χάρηκα να τη ζήσω... ας τη χαρώ πεθαμένος στο χώμα της...”

Ένας τελευταίος σπασμός του και το βλέμμα του πάγωσε κι αυτό σαν του αδελφού του. Η Αντιγόνη ρίχτηκε ξεσπώντας σε λυγμούς στην αγκαλιά του φωνάζοντας το όνομά του. Λυγμοί, που έγιναν κραυγές, ουρλιαχτά, θρήνος.

Η Ιοκάστη βγαλμένη λες από άλλο κόσμο, σηκώθηκε μόνη στα πόδια της. Παραπατώντας έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Έριξε μια ματιά ολόγυρα. Έβλεπε να ζυγώνουν προς το μέρος τους Θηβαίοι και Αργείοι στρατιώτες αργά σαν νεκρική πομπή έναν κύκλο ολόγυρά τους. Ύστερα έριξε το βλέμμα της στη γη. Είδε τα δυό παιδιά της σφαγμένα νεκρά να κείτονται στα πόδια της. Πήγε στον Ετεοκλή, τον χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο. Ύστερα στον Πολυνείκη κάνοντας το ίδιο στα μαλλιά του. Μετά έσκυψε, πήρε το ένα από τα σπαθιά που ήταν πεσμένα καταγής και διαπέρασε το κορμί της με την κοφτερή του λεπίδα πέρα ως πέρα. Έπεσε νεκρή χωρίς να βγάλει άχνα ή λέξη καμία ανάμεσά τους.

Αν μπορούσε κάποιος εκείνη τη στιγμή να έβλεπε το βλέμμα και την όψη του προσώπου της Αντιγόνης δεν θα μπορούσε να περιγράψει με λόγια αυτό που αντίκριζε. Ένα βλέμμα παραλογισμού και οδύνης μαζί. Απελπισίας και πόνου. Απορίας και απόγνωσης. Πήγε να κινηθεί αλλά ένιωσε δύο χέρια στιβαρά να την τραβάνε προς τα πίσω. Παρά τη λυσσασμένη της προσπάθεια να γαντζωθεί εκεί στη γη, ο Δήλιος, με άλλους στρατιώτες, την έσερναν προ τα πίσω για να την βάλουν ασφαλή πίσω πάλι στα τείχη. Ήξεραν ότι το κακό δεν είχε πει την τελευταία του λέξη και είχαν χρέος να τη σώσουν. Αυτήν, την τελευταία ζωντανή κόρη του Οιδίποδα, του πάλαι ποτέ ένδοξου βασιλιά τους.


Το τραγικό τέλος της μάχης-Αμφιάραος

Μεγάλη αντάρα και αναταραχή ακολούθησε τα συμβάντα της μονομαχίας. Θηβαίοι και Αργείοι στρατηγοί φιλονικούσαν για το τι πρόκειται να γίνει στη συνέχεια ύστερα απ το θάνατο των δύο αδελφών. Ο Υπέρβιος με τον Λασθένη και τους άλλους Θηβαίους πολέμαρχους πήραν την απόφαση χωρίς δεύτερη σκέψη. Επίθεση με κάθε μέσο!

Το Ιππικό των Θηβαίων με σάλπισμα ξεχύθηκε από τις πλαϊνές πύλες της πόλης και πλευροκόπησε τους Δαναούς επιτυγχάνοντας τον πλήρη αιφνιδιασμό. Το δε πεζικό τους, οργανωμένο και συντεταγμένο κινήθηκε άμεσα και άρχισε να πέφτει με μανία πάνω στους πεζούς αντιπάλους. Τα άρματα πήραν φωτιά, τα σπαθιά κινήθηκαν φονικά. Ο Άδραστος είδε τον πανικό στις γραμμές του στρατού του και προσπάθησε να συγκροτήσει μια αμυντική γραμμή. Όμως ήταν αργά. Οι περισσότεροι πολέμαρχοι των Δαναών είχαν σκοτωθεί. Έμεναν μόνο, εκτός από το βασιλιά, ο Αμφιάραος με τον Ιππομέδοντα. Ο τελευταίος έδινε δυνατές μάχες προσπαθώντας να υποχωρήσει οργανωμένα αλλά σύντομα κυκλώθηκε από το Ιππικό των Θηβαίων. Οι άντρες του έπεφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο. Ο Υπέρβιος, ο στρατηγός των Θηβαίων, τον είδε απομονωμένο. Τον εγκλώβισε ανάμεσα σε πολλές εχθρικές δυνάμεις και τον σκότωσε.1

Οι Αργείοι είχαν αρχίσει πανικόβλητοι να εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης άτακτοι. Ο Άδραστος έδινε μάχες οπισθοφυλακής καλώντας τους στρατιώτες του να υποχωρήσουν τακτικά πίσω από τον Ισμηνό αλλά οι κινήσεις του ήταν μάταιες. Το μάτι του στην άκρη έπιασε το άρμα του Αμφιάραου με τον Βάτωνα στα ηνία να εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης πανικόβλητος.

Ο μάντης από ένα σημείο και μετά ένιωθε ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί αυτή τη μάχη. Μέσα του ξύπνησε η δύναμη που ασκούσε ο χρησμός στο μυαλό του. Ένιωσε να παραλύει και να μην μπορεί καν να πολεμήσει. Η μαντεία τον είχε χειραγωγήσει εντελώς και είχε ευνουχίσει τη σκέψη και την πάλαι ποτέ μεγάλη του μαχητικότητα.

“Βάτωνα, δεν ωφελεί! Φεύγουμε! Εγκαταλείπουμε να σωθούμε!” φώναξε κάποια στιγμή στον ηνιόχό του. Εκείνος τού έριξε μια απελπισμένη ματιά και έστρεψε τα άλογα του άρματος προς τα πίσω, στη φυγή. Ο Περικλύμενος από τους Θηβαίους είδε το άρμα του μάντη και τον πήρε αποφασιστικά στο κατόπι με μανία. Ήταν η ευκαιρία που περίμενε να εξιλεωθεί μετά τη ντροπή του για την εγκατάλειψη της αγαπημένης του στη σφαγή. Ο Άδραστος παρακολουθούσε με το βλέμμα του, όσο τού επέτρεπαν οι συνθήκες, τον Αμφιάραο να εγκαταλείπει πανικόβλητος το πεδίο και πίσω του το άρμα του Θηβαίου στρατηλάτη να τον καταδιώκει σε απόσταση βολής. Η εικόνα που έβλεπε ήταν σοκαριστική για αυτόν. Ποτέ δεν πίστευε ότι ο γενναίος μαχητής και πολεμιστής Αμφιάραος θα εγκατέλειπε μια τέτοια μάχη με τέτοιο ατιμωτικό τρόπο. Ο Περικλύμενος πλησίαζε όλο και πιο πολύ τον διωκόμενο και τα ακόντια που έριχνε πέρναγαν ξυστά από τους δύο μπροστά.

Ταπείνωση! Η καταρράκωση ενός μύθου. Ένα τέλος που δεν άρμοζε στον άνθρωπο αυτό. Το τέλος του μάντη ήταν πια δεδομένο. Ο Περικλύμενος2 είχε πια φτάσει σχεδόν δίπλα στο άρμα του. Ο ηνίοχός του κρατούσε σταθερή πορεία. Οι τροχοί των δύο αρμάτων στρίγγλιζαν από την τριβή μεταξύ τους. Ο Θηβαίος πολέμαρχος, γιος του Ποσειδώνα, ζύγισε ένα ακόμα δόρυ στο χέρι του. Σε λίγα δευτερόλεπτα το φονικό δόρυ θα έφευγε με στόχο την πλάτη του Αμφιάραου. Λίγα δευτερόλεπτα πριν το τέλος.

Όμως μια τέτοια ταπείνωση δεν ήταν ανεκτή απ τον κύρη του Ολύμπου για τον αγαπημένο του μάντη. Τη στιγμή που το ακόντιο έφευγε από το χέρι του Περικλύμενου, λίγο πριν τις όχθες του ποταμού Ισμηνού, η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια τους. Ένα μεγάλο χάσμα από καθίζηση άνοιξε μπροστά από το άρμα του Αμφιάραου. Σε κλάσματα χρόνου το άρμα του μάντη με τον Βάτωνα μαζί βυθίστηκε στο μαύρο σκοτάδι της γης που άνοιξε κάτω από τα πόδια τους παρασύροντάς τους στην μαύρη αγκαλιά της. Την ίδια στιγμή το δόρυ πέρασε ίσια πάνω από το κεφάλι του μάντη, ενώ ο ηνίοχος του Περικλύμενου μόλις που πρόλαβε να στρίψει το άρμα για να μην ακολουθήσει και αυτό το δρόμο προς τα έγκατα της γης.

Ο Άδραστος είδε σαν χαμένος τον τρόπο που χάθηκε για πάντα ο Αμφιάραος μέσα στο χάσμα. Παρά τις μεγάλες μεταξύ τους αντιθέσεις και συγκρούσεις, δεν έπαυε να είναι ο άντρας της αδελφής του, ο άνθρωπος που δέθηκε μαζί του με όρκους και συμφωνίες. Πλέον δεν υπήρχε κοντά τους. Κάτι απρόσμενο, κάτι εξωπραγματικό, κάτι έξω από τις δυνάμεις των ανθρώπων, τράβηξε τον μάντη στα σωθικά της γης για να μείνει εκεί για πάντα. Προσπάθησε να κρατήσει τους λυγμούς που τον έπνιξαν. Η μαντεία του Αμφιάραου είχε πλέον εκπληρωθεί. Ο Άδραστος έριξε μια ματιά γύρω του. Το θέαμα που έβλεπε ήταν εφιαλτικό. Ο στρατός του διαλύονταν και οι στρατιώτες του έπεφταν νεκροί ποτίζοντας με το αίμα τους το χώμα του Θηβαϊκού κάμπου. Και οι επτά στρατηγοί, που μπήκαν μπροστά σε αυτήν την εκστρατεία είχαν χαθεί. Έμενε μονάχα ο ίδιος, ζωντανός νεκρός να αναμετριέται με τις τύψεις, τις ενοχές, το φόβο και την απόγνωση. Η μαντεία του Αμφιάραου δικαιωνόταν πανηγυρικά.

“Βασιλιά μου πρέπει να φύγουμε γρήγορα πέρα από τον Ισμηνό, όσοι λίγοι γλιτώσαμε από τον αφανισμό!” φώναξε ένας στρατιώτης με αίματα στο πρόσωπο παρακινώντας τον να καλπάσει όσο πιο γρήγορα μπορεί στο δρόμο της φυγής.

Ο βασιλιάς τον κοίταξε με μάτια κόκκινα και τον ακολούθησε περισσότερο μηχανικά παρά με τη θέλησή του. Μέσα του ντρεπόταν την ώρα της επιστροφής, μόνος, νικημένος, ντροπιασμένος, με την ευθύνη να λογοδοτήσει για όλη αυτήν την καταστροφή. Πέρασε καλπάζοντας τις όχθες του Ισμηνού έχοντας πλέον απομακρυνθεί αρκετά από το πεδίο της μάχης. Οι Θηβαίοι είχαν πάψει να τους καταδιώκουν. Είχαν αφοσιωθεί πλέον να τιμήσουν τη νίκη τους. Ο Άδραστος με κάποιες δεκάδες καβαλάρηδες Αργείους που είχαν καταφέρει να μείνουν ζωντανοί, οι περισσότεροι πληγωμένοι, σταμάτησαν εξουθενωμένοι πια αρκετά μακριά από τον Ισμηνό. Σχεδόν έπεσαν όλοι στη γη ή στηρίχτηκαν στους κορμούς των δέντρων για να πάρουν μια ανάσα.

Η εκστρατεία των επτά στη Θήβα είχε τραγικό τέλος για τους Αργείους και τους συμμάχους τους αλλά άφησε και το στίγμα του τραγικού θανάτου και στην εφτάπυλη πόλη του Κάδμου και της Αρμονίας. Τα δύο αδέλφια πλήρωσαν με το αίμα τους την κατάρα του πατέρα τους. Ένας ακόμα τραγικός κύκλος τύλιξε με αίμα τη γενιά του Οιδίποδα, καταδικασμένη να βαδίζει ανάμεσα στα σκοτάδια και στο θάνατο. Ένα μόνο απ τα τέσσερα παιδιά του έμενε ζωντανό. Η Αντιγόνη. Για πόσο όμως ακόμα.



1Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, “Άπαντα 2”, ο Ίσμαρος ήταν εκείνος που σκότωσε τον Ιππομέδοντα

2Ο Περικλύμενος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Χλωρίδας, επίσης κόρης του μάντη Τειρεσία.

Συνεχίζεται...

 

16 σχόλια:

  1. Συγκλονιστικό το σημερινό κεφάλαιο. Ο σπαραγμός της Ιοκάστης και η αγωνία της Αντιγόνης.
    Η αναμέτρηση των δύο αδελφών, που δεν είχε νικητή.
    Δυο τραγικές φιγούρες, η μάνα και η αδελφη, που εντέλει μένει μόνο μία ζωντανή. Γιατί, η Ιοκάστη δεν άντεξε τον πόνο και ακολούθησε τους γιους της στον Άδη.
    Βλέπουμε τον χρησμό του Αμφιάραου να έχει πια ολοκληρωθεί. Η εκστρατεία βάφτηκε στο αίμα αμέτρητων νεκρών. Επτά στρατηγοί νεκροί και ο μόνος που έμεινε ζωντανός ο Άδραστος.
    Και η Αντιγόνη τελευταία από την οικογένεια της, να αναρωτιέται πόσο θα κρατήσει το μέλλον της.
    Μπράβο σου Γιάννη μου. Εξαιρετική δουλειά. Καλό Σαββατοκύριακο :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η οικογένεια του Οιδίποδα ανεβαίνει τα σκαλιά του μαρτυρίου, ένα προς ένα, Μαρίνα μου. Και δυστυχώς, χωρίς δική της άμεση ευθύνη στο απόλυτο. Έρμαια της μοίρας αφενός αλλά και των προσωπικών παθών αφετέρου.
      Όλο αυτό το κακό παρέσυρε στο θάνατο και την οδύνη τόσες και τόσες οικογένειες, όπως πάντα κάνει ο πόλεμος των αφρόνων.
      Είμαστε στην κορυφή του δράματος, Μαρίνα μου.
      Σε ευχαριστώ πολύ για την παρουσία και τη συμμετοχή σου καλή μου φίλη.

      Διαγραφή
  2. ¨Αλληλοσπαραγμός, λες και το μίσος είχε αφήσει τη θέση του στην απόγνωση και στην τραγική τους μοίρα¨ Τα λέει όλα Γιάννη μου. Καμμιά πολεμική αρετή και γενναιότητα ανάμεσα στα αδέρφια, παρά μόνο μίσος. Πάνω απ’ όλα η εξουσία με κάθε κόστος, ακόμα και της ίδιας της ζωής. Ήταν άραγε μια δίκαιη τιμωρία; Και κείνη η μάνα; Η αδερφή; Ποιον να πρωτοθρηνήσει Ένα πολύ δυνατό κεφάλαιο Γιάννη. Συγχαρητήρια!
    Καλό βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι, Αννίκα μου. Εξ ορισμού, το κεφάλαιο αυτό έχει πολύ μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Από κάποια στιγμή και πέρα, τα δύο τραγικά αδέλφια, οι γιοι του Οιδίποτα, "τρέχουν" προς την άβυσσο, χωρίς χαλινό αλλά και χωρίς πλέον να συνειδητοποιούν τι ακριβώς κάνουν. Τρέχουν έχοντας αφεθεί λες σε αλλότριες δυνάμεις, χωρίς να προσπαθούν καν. Εκτός αν δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Γιατί ο δρόμος ή θα είναι αμοιβαίος ή θα είναι της ταπείνωσης για τον έναν εκ των δύο. Η Έρις έχει κάνει άριστα τη δουλειά της.
      Όσο για τη τραγική μάνα, ναι. Εδώ σωπαίνει κάθε λογική απέναντι στο τι υπομένει αυτή η γυναίκα. Και για αυτήν ναι, είναι κατάφωρα άδικο.
      Σε ευχαριστώ πολύ Αννίκα μου. Κάθε σου συμμετοχή εδώ είναι και μια αφορμή για κουβέντα. Καλή Κυριακή κορίτσι μου.

      Διαγραφή
  3. Κάθισα και διάβασα ότι έχασα. Συγκλονιστικό Γιάννη μου και για μια ακόμα φορά διαπιστώνουμε πως η εξουσία παθιάζει και σβήνει συγγένειες, αγάπες, δεσμούς, αξίες! Η δόξα και η εξουσία αλλοιώνουν προσωπικότητες και δημιουργούν άσχημε μεταλλάξεις! Καλή συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ωωωω τι λες τώρα Μαίρη μου! Τόσος κόπος για μένα καλή μου φίλη. Σε ευχαριστώ πολύ ειλικρινά με την καρδιά μου. Άσχημες οι μεταλλάξεις ναι, Μαίρη μου. Και προκαλούν ακραία οδύνη και καταστροφή. Καλή βδομάδα κορίτσι μου.

      Διαγραφή
  4. Με συνάρπασε η περιγραφή της μονομαχίας αλλά συναισθηματικά λύγισα εκεί που περιγράφεις την ειρωνεία:μάχη σώμα με σώμα των δυο αδελφών και συνάμμα οι αναμνήσεις της παιδικής τους ζωής να ξεπηδούν ανάμεσα από τα φονικά χτυπήματα.
    Κι εκείνη η Ιοκάστη; Απορώ πώς αντέχει ορθή μετά από τόσα βάσανα. Ακόμη και οι Θεοί άδικοι είναι.
    Ο δε Αμφιάραος μμμ δεν περίμενα κάτι περισσότερο από αυτόν , εκτός από το να το βάλει στα πόδια.
    Η μάχη λοιπόν ξέρουμε ότι κατέληξε σε φριχτή ήττα. Κρίμα που δεν ζει ο Πολυνείκης να δει πού οδήγησε η επιθυμια του για δικαίωση.
    Τώρα τα δύσκολα. Ο παραλογισμός της Αντιγόνης θα φανεί και στα επόμενα
    Μπράβο Γιάννη
    Κοντεύουμε στο τέλος ε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ναι, Άννα μου, είμαστε στην κορύφωση της τραγωδίας και των εξελίξεων. Έχουμε βέβαια ακόμα σημαντικά γεγονότα μπροστά μας να συμβούν.
    Η μονομαχία των δύο αδελφών είναι μια κορυφαία πράξη τραγικής απελπισίας. Και οι δύο, κατά βάθος νιώθουν, ότι είναι καταστροφή, ότι δεν οδηγεί πουθενά, ότι είναι παραλογισμός. Όμως δέσμιοι της μοίρας και των επιλογών τους, οδηγούνται στον αφανισμό μεταξύ τους, παρασύροντας εκατοντάδες ανθρώπων μαζί τους στο κυνήγι ατέρμονων καταστάσεων.
    Η Ιοκάστη, τραγική μάνα, φιγούρα. Αυτοκτονεί μπροστά στα νεκρά σώματα των δύο αγοριών της. Ως πόσο να αντέξει αυτή η γυναίκα και τι ακριβώς να προσμένει τώρα.
    Μένει η Αντιγόνη. Η ακριβή θυγατέρα του Οιδίποτα να γράψει τη τελευταία υπογραφή της γενιάς των παιδιών του.
    Σε ευχαριστώ πάρα πολύ αγαπημένη μου φίλη για την παρουσία σου. Και τα ακριβά σου συναισθήματα, δώρο μεγάλο για μένα. Τα φιλιά μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Τραγικές οι εικόνες των δύο γυναικών, όπως άλλωστε συμβαίνει σ' όλους τους πολέμους. Η κορυφαία σπαρακτική σκηνή εκείνης της μάνας που σκούζει ανάμεσα στα ματωμένα κορμιά των παιδιών της. Αν έβαζα ένα τίτλο σ' αυτό το κεφάλαιο θα ήταν "Το τυφλό μίσος". Αυτό που θολώνει τα μυαλά των ανθρώπων, έτσι όπως το είχε πει κι ο αλησμόνητος Βέγγος στην Ψυχή βαθεά: "Αδερφός σκοτώνει αδερφό..."
    Να είσαι καλά βρε Γιάννη...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν υπάρχει κάποιος, που θα διαφωνούσε μαζί σου, Μαρία μου. Το τυφλό μίσος. Ένας ορισμός που αποδίδει στο απόλυτο το τι συμβαίνει ακριβώς. Ένα μίσος ανάμεσα στ' αδέλφια στο οποίο πλέον είναι έρμαια και οι δυο τους. Μοιραίοι και άβουλοι βαδίζουν την οδό του μαρτυρίου παρασύροντας στο διάβα τους άπειρο άλλο κόσμο.
      Κορύφωση το δράμα της Ιοκάστης. Ευχαριστώ πολύ αγαπημένη μου φίλη. Για την παρουσία και τα συναισθήματά σου.

      Διαγραφή
  7. Γιάννη μου συγκλονιστική η περιγραφή της μονομαχίας. Δυο αδέρφια που από τα ξύλινα σπαθιά που έπαιζαν στα παιδικά τους χρόνια τώρα δυο εχθροί σε μια θανάσιμη μονομαχία. Αλληλοσπαραγμός!
    Και μια μάνα τραγική φιγούρα πάνω από τα άψυχα κορμιά.
    Μπράβο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πώς τα φέρνει ο χρόνος, Ελένη μου ε; Πώς τα φέρνει αυτή η καταραμένη ματαιοδοξία των ανθρώπων. Η δίψα για εξουσία φέρνει αίμα και πόλεμο. Χαίρομαι πολύ, που σου άρεσε καλή μου φίλη. Σε ευχαριστώ πολύ. Πολλά τα συναισθήματα μέσα σ' αυτό το κεφάλαιο και ο σπαραγμός μεγάλος. Καλή συνέχεια κορίτσι μου.

      Διαγραφή
  8. Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ πολύ, Κώστα μου! Ανταποδίδω φίλε μου, καλές γιορτές να έχουμε.

      Διαγραφή
  9. Το είπες φοβερά εύστοχα "τραγικός αλληλοσπαραγμός"!
    Θαυμάσια η απόδοση της αδελφικής μονομαχίας και ακόμη πιο καθηλωτική η σκηνή της μάνας που σπαράζει.
    Κορυφαίο κεφάλαιο!
    Μπράβο, Γιάννη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κεφάλαιο βαρύ, επαχθές, γεμάτο οδύνες, Γλαύκη μου. Και τραγικό πρόσωπο η μάνα, ανάμεσα στη φωτιά.
      Σε ευχαριστώ, αγαπητή μου φίλη. Όχι μονάχα για το σχόλιο και την ανάγνωση αλλά και για την υπέροχη μουσική δουλειά πάνω στο όλο έργο. Την καλησπέρα μου.

      Διαγραφή