H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

Τα δώρα της Αρμονίας (Μυθιστόρημα σε συνέχειες), 30η δομοσίευση

    


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25

Ανάρτηση 26 

Ανάρτηση 27

Ανάρτηση 28

Ανάρτηση 29


Στην προηγούμενη 29η δημοσίευση: Τα γεγονότα μετά την καταστροφή των Αργείων και των συμμάχων τους, μπροστά τις πύλες της Θηβας, τρέχουν ανεξέλεγκτα και συνάμα τραγικά. Η διαταγή του βασιλιά Κρέοντα να μείνουν άταφοι οι νεκροί Αργείοι και πρωτίστως ο Πολυνείκης, έχει προκαλέσει ήδη την αντίδραση της Αντιγόνης, η οποία θάβει τον νεκρό αδελφό της και ήδη αντιμετωπίζει τη θανάσιμη οργή του βασιλιά και θείου της.

Ο Αίμων, γιος του Κρέοντα και μνηστήρας της Αντιγόνης θα βρεθεί και εκείνος, με τη σειρά του, απέναντι στις αποφάσεις του πατέρα του και μια νέα ρήξη έρχεται να βαρύνει το εσωτερικό της οικογένειας. 

Η Αντιγόνη σύρεται υπόδικη μπροστά στο βασιλιά. Η σύγκρουση μεταξύ τους γράφει ιστορία ανά τους αιώνες. Η Αντιγόνη καταρρίπτει, με τη στάση και τα επιχειρήματά της, κάθε θέση του Κρέοντα, προκαλώντας νέα ένταση στην οργή του.

Τέλος, ο Αίμων, μαθαίνοντας την απόφαση του πατέρα του για θανατική καταδίκη της μνηστής του, έρχεται μπροστά του στην ύστατη δραματική του προσπάθεια να πείσει τον πατέρα του να αναθεωρήσει την απόφασή του.


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η αγαπημένη μας φίλη, επέλεξε σήμερα για μουσικό χαλί στο κεφάλαιο, την υπέροχη μουσική του Ludovico Einaudi στο μουσικό του θέμα "Low mist var 2"




3.9.4  Μπροστά στου μάντη τις ορμήνιες

 Ο Κρέων γύρισε στα βασιλικά δώματα στο παλάτι. Η γυναίκα του η Ευρυδίκη ήταν αναστατωμένη.

“Σε περίμενα! Ανησυχώ!”

Εκείνος, με την οργή εμφανώς ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, κοντοστάθηκε.

“Τι άλλο με περιμένει ακόμα σήμερα γυναίκα; Τι συμβαίνει;” της είπε αυστηρά.

“Ο γιος μας Κρέων, ο Αίμονας. Δεν ξέρω τι έμαθε, γύρισε σπίτι φορτωμένος οργή”

“Τι σου είπε δηλαδή;”

“Δεν κατάφερα να του πάρω λόγο. Όμως κάτι έλεγε ανάμεσα στα δόντια για την Αντιγόνη και σένα. Τι έγινε;”

Ο Κρέων ακούμπησε το κουρασμένο του κορμί σε ένα ανάκλιντρο.

“Ο γιος μας! Τυλιγμένος στα φουστάνια μιας γυναίκας. Και τι γυναίκας! Εκείνης που παίρνει το μέρος του επίορκου αδελφού της”

Προσπάθησε κάτι να του πει όμως ένας άνθρωπος της φρουράς τους διέκοψε.

“Ο Τειρεσίας γυρεύει να σε δει τώρα αμέσως βασιλιά μου”

Ο Κρέων ξαφνιάστηκε.

“Τι θέλει πάλι από μένα ο μάντης, πες του να περάσει. Άμποτε να δω πότε θα βρω λίγο ησυχία μετά από τόση ταραχή”

 Ύστερα από λίγο ο μάντης Τειρεσίας μπήκε στο δώμα με τη βοήθεια ενός νεαρού αγοριού. Στάθηκε στο μέσο χωρίς να καθίσει. Η εμφάνισή του ήταν εντυπωσιακή σαν μορφή και παρουσία.

“Τι είναι αυτό σεβαστέ μάντη που σε κάνει να με γυρέψεις με τέτοια έγνοια!” ρώτησε πρώτος ο Κρέων.

“Καλώς σε βρίσκω ελπίζω βασιλιά. Κάτι σοβαρό έχω να σου ανακοινώσω”

Ο Κρέων πήρε μια βαθιά ανάσα και με ένα μελαγχολικό ύφος απάντησε:

“Την τελευταία φορά, που γύρεψες να μου μιλήσεις για να μου αναγγείλεις κάτι γέροντα ήταν η απαίτηση να θυσιαστεί ο γιος μου ο Μενοικέας. Τι είναι λοιπόν αυτό το καινούργιο; Δεν πιστεύω πάλι να ‘ρχεσαι για κάτι ίδιο”, είπε λυπημένα.

Ο γέροντας τυφλός έκανε λίγα μικρά βήματα μέσα στο δώμα προς το μέρος του. Άνοιξε τα τρεμάμενα χέρια του. Ο Κρέων είδε σε εκείνα τα παγωμένα μάτια του πάλι κάτι που τον ανησύχησε βαθιά.

 “Βασιλιά, δεν είμαι εγώ εκείνος που ορίζει τις τύχες αλλά οι Θεοί. Εκείνων τις βουλές προσπαθώ να διαβάσω και να μεταφέρω στους ανθρώπους και το ξέρεις. Κάθε λοιπόν χρησμό που κουβαλώ είναι αυτός που αφήνουν εκείνοι να σταλεί στους θνητούς. Μην με κακολογείς λοιπόν για το θάνατο του Μενοικέα. Λυπήθηκα για αυτόν, έκλαψα και το ξέρεις. Του μάντη η θέση είναι δεινή πολλές φορές γιατί ο λόγος του δεν είναι κοντά στων ανθρώπων τις βουλές και επιθυμίες αλλά ενάντιά τους”

“Μη με κακολογείς γέροντα. Ο πόνος του πατέρα είναι αβάσταχτος. Και δεν είχα καν το χρόνο να κλάψω το γιο μου. Σ’ ακούω λοιπόν”

“Δεν έχω νέα καλά και τούτη τη φορά βασιλιά…”

Ο Κρέων γέλασε αμήχανα μάλλον ειρωνικά.

“Έχω μάθει τελευταία κακά μαντάτα να με τριγυρίζουν, Τειρεσία αλλά και πολλές επιβουλές να με τυλίγουν…  Συνέχισε λοιπόν, τι άλλο κουβαλούν οι Μοίρες στην πραμάτεια τους για την αφεντιά μου”

“Όταν οι κλαγγές των όπλων σταμάτησαν και η νίκη στεφάνωσε τα όπλα μας, όπως όφειλα, των πουλιών τα μηνύματα πήγα να δω στους βωμούς μου. Και των σφαχτών τις φωτιές να διαβάσω. Όμως μάθε πως κάτι παράξενο συμβαίνει. Η συμπεριφορά των πουλιών είναι αλλόκοτη. Το πέταγμά τους τρομαγμένο, οι φωνές του απόκοσμες και άγριες. Σαν κάτι να τα φοβίζει, σκορπούν στον αέρα, στις φωλιές τους δεν μένουν. Και οι φωτιές στα σφαχτάρια δεν στέκονται. Σβήνουν! Ότι και να κάνω, όσο κι αν προσπαθήσω οι φλόγες δεν εξαγνίσουν τα μεριά απ τα ζώα”

“Και τι ερμηνεία δίνεις σε τούτο γέροντα μάντη;”

“Βλέπω τα πουλιά που πετούν στων άθαφτων σκοτωμένων τα κουφάρια και κρώζουν Κρέοντα”

“Τι είναι αυτό που θέλεις να πεις, γιατί κάπου πάει ο νους μου και δεν μ αρέσει καθόλου”

“Τα κουφάρια των σκοτωμένων βασιλιά εμποδίζουν τις θυσίες!”

“Φτάνει! Και εσύ λοιπόν;”

“Περίμενε ν’ ακούσεις Κρέοντα. Το μένος των άθαφτων νεκρών μάς πνίγει. Και οι θεοί του Κάτω κόσμου βοούν ενάντιά μας!”

“Γιατί τάχα γέροντα; Τιμήσαμε τους νεκρούς μας κατά πως έπρεπε”

“Όχι όλους βασιλιά. Όσοι κείτονται άθαφτοι έξω στο χώμα, αγριεύουν τη γη μας. Γαλήνη ζητούν και εξαγνισμό. Και τέτοιο δεν έχουν. Αντίθετα τη μολεύουν και την ποτίζουν με την αποστροφή τους”

“Και ούτε θα έχουν Τειρεσία! Γιατί ίσως δεν ξέρεις, αυτή είναι η απόφασή μου”

“Να μείνουν άθαφτοι βορά στα όρνια;”

“Ακριβώς! Για να θυμούνται όλοι πως  των επίορκων το μένος τιμωρία θα βρίσκει”

“Μαύρες ειδήσεις μού έφεραν Κρέοντα και γυρεύω από σένα αλήθεια αν είναι”

“Φαντάζομαι τι είναι αυτές μάντη…”

“Ζωντανή έστειλες, στου Κάτω κόσμου τα σκοτάδια, την στερνοκόρη του Οιδίποδα! Αληθεύει;”

“Ναι μάντη! Εκείνη το διάλεξε με τις πράξεις της”

Ο γέροντας ταράχτηκε σύγκορμος. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά.

“Σταμάτα το τώρα βασιλιά! Σταμάτα το μίασμα! Ταράζεται η γαία απ τις αποφάσεις σου και γροικάνε άγρια οι Ερινύες με την Εκάτη. Δώσε ταφή στους νεκρούς να φύγει το άγος και λευτέρωσε τη γυναίκα απ τα δεσμά της. Τώρα! Πριν είναι αργά!”

Ο Κρέων ύψωσε και πάλι τη φωνή του αγριεμένος ξανά.

“Και εσύ λοιπόν με κάποιους άλλους; Παίρνεις το μέρος τους; Στων εχθρών την πλευρά βαστάει ο λόγος σου;”

“Κρέοντα! Έχεις ήδη αργήσει. Στης Θήβας την πόλη η μυρωδιά των νεκρών αρχίζει να βαραίνει. Και το ουρλιαχτό απ τα αγρίμια στα αυτιά μας απλώνεται. Οι κρωγμοί των όρνιων, τον ουρανό μας σκεπάζει. Και την παρθένα κόρη, μνηστή του γιου σου, οδηγείς ζωντανή νεκρή στα σκοτάδια του Άδη. Συνετίσου πριν είναι αργά. Πριν μεγάλες συμφορές πέσουν πάλι στη γη μας. Πράξε τα ανθρώπινα να φύγει το κακό. Αλλιώς…”

“Αλλιώς τι γέροντα; Ποια απειλή και πάλι θα ξεστομίσεις αυτή τη φορά;” έκανε οργισμένος ο Κρέων. Ο Τειρεσίας άπλωσε το παγωμένο βλέμμα του ίσια εκεί που ακούστηκε η φωνή του. Γύρεψε τα μάτια του.

 “Αλλιώς μεγάλο κακό θα σε βρει. Και όλεθρος μαύρος θα πλήξει το σπίτι σου. Αυτό έχω να σου πω και σκέψου το καλά. Οι Θεοί δεν δέχονται πια από μας θυσίες και αφιερώματα. Είναι οργισμένοι. Με τα μυαλά που κουβαλάς φέρνεις στο γένος σου καταστροφή. Άλλαξε γνώμη πριν είναι αργά. Θάψε τους ξένους νεκρούς και λευτέρωσε τη μνηστή του γιου σου. Σε εξορκίζω στο όνομα του Απόλλωνα όσο είναι ώρα. Δεν είναι αντρειοσύνη να σκοτώνεις τους πεθαμένους και να τους προσβάλλεις. Αυτό που ήταν να πάθουν το έπαθαν”

“Σε ποιον απευθύνεις τέτοια λόγια, το θυμάσαι γέροντα ή παραλογίστηκες; Στο βασιλιά μιλάς και όχι σε κανέναν του δρόμου, ποιον διατάζεις;”

“Δεν διατάζω κανέναν, Κρέοντα. Και για μένα, η παρουσία σου έιναι ίση πάνω σε τούτη τη γη και στον κόσμο μας, σαν όλων τις ζωές. Δεν διαφέρει πουθενά για να την ξεχωρίσω. Έμαθα και διδάχτηκα, σεβασμό να δείχνω στ’ ανώτερα και στα θεία. Σε εκείνα, που ορίζουν οι δυνάμεις της πλάσης κι όχι τα σκήπτρα των ανθρώπων. Το λοιπόν, ότι ήταν να πω στο είπα Κρέοντα. Τρέμει η γης κάτω από τα πόδια σου και μεγάλες συμφορές κρέμονται στου σπιτιού σου την πόρτα. Προτού πάρεις και την πόλη στο λαιμό σου ξέρεις τι πρέπει να κάνεις…”

Γύρισε να φύγει, καλώντας το νεαρό αγόρι να τον σύρει έξω απ την πόρτα.

 Ο Κρέων έμεινε σαν στήλη άλατος στο μέσο του δώματος. Η Ευρυδίκη, που όλη αυτήν την ώρα δεν έβγαλε λέξη, ήρθε κοντά του και τον άδραξε απ τον ώμο. Ο βασιλιάς προσπαθούσε απ τη μιά να διαχειριστεί την οργή του που ξεχείλιζε από θυμό κι απ την άλλη να αναλογιστεί τη σημασία των λόγων του Τειρεσία καθώς τον έβλεπε να βγαίνει αργά-αργά, επιβλητική φιγούρα από το δώμα.

“Άντρα μου κάνε κάτι, έστω και την τελευταία στιγμή, πριν είναι αργά για όλους μας”

 Για πρώτη φορά  εκείνος ένιωθε να μην μπορεί να διαχειριστεί όλη αυτήν την πίεση. Για πρώτη φορά φαινόταν πολύ δύσκολα να ελέγξει την κατάσταση. Όμως οι απόψεις και οι αποφάσεις δεν άλλαζαν στο μυαλό του. Θα πορευόταν μαζί τους ως το τέλος. Είχε εμπιστοσύνη στην κρίση του.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Στο δρόμο της Ικεσίας

Κεφάλαιο 4.1  Ικέτες στην Αθήνα

 4.1.1  Η ύστατη ελπίδα για το Άργος

 “Είναι όλα έτοιμα Ηρόδικε;” ρώτησε ο Άδραστος. Είχε καταφέρει να ανακτήσει την ψυχραιμία του. Η αποστολή που είχε μπροστά του ήταν ιερή και δεν συγχωρούσε λιγοψυχία.

“Ναι βασιλιά μου, έχουν ενημερωθεί όλοι, είναι ήδη εδώ…”

“Οι στενοί συγγενείς των αρχηγών μας; Όπως είπαμε;”

“Ναι...θα έρθει μαζί ο Ίφις…”

“Γιατί;”

“Σε αυτή τη δύσκολη ώρα θέλει να είναι δίπλα στην κόρη του την Ευάδνη, την γυναίκα του Καπανέα”

Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι του.

“Οι κόρες σας θα έρθουν;” ρώτησε ο Ηρόδικος.

“Όχι. Τον Τυδέα μπορέσαμε τον θάψαμε. Ο Πολυνείκης έπεσε μαζί με τον αδελφό του. Η οικογένειά του θα έχει φροντίσει πιστεύω”

“Ποιος το περίμενε βασιλιά μου! Πριν λίγες μέρες όλα ήταν τόσο διαφορετικά, πως είχαμε ξεκινήσει τότε”

“Τίποτα δεν μένει το ίδιο στη ζωή Ηρόδικε. Όλα αλλάζουν. Ακόμα και αυτά που μοιάζουν τόσο ακλόνητα. Όταν μπαίνεις στου πολέμου τη φωτιά τότε οφείλεις να τα περιμένεις όλα”

Έπαψε. Προσπάθησε να αποδιώξει τις μαύρες σκέψεις, που πλέον τον κυρίευαν μόνιμα.

“Τα άλογα είναι έτοιμα; δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να φύγουμε πριν πέσει το βράδυ” γύρισε και είπε στον Ηρόδικο.

 “Πατέρα είμαι έτοιμη” γύρισε η Ευάδνη προς τον ηλικιωμένο πατέρα της τον Ίφι. Εκείνος προσπάθησε για μια τελευταία φορά να την μεταπείσει.

“Κόρη μου, σε παρακαλώ. Μήπως πρέπει να το σκεφτείς; Θα πάω εγώ. Είναι το παιδί σας πίσω, πως θα μείνει μόνο;”

“Ο Σθένελος πατέρα ωρίμασε μέσα σε λίγες μέρες. Δεν είναι πια παιδάκι. Μπαίνει στην εφηβεία του. Έμαθε. Έζησε με τον πατέρα του στιγμές, πήρε τις αρχές και τις αξίες του. Είναι πληροφορημένος για την εκστρατεία από τότε που ξεκίνησαν να την συζητούν. Άρα μην ανησυχείς. Άλλωστε θα γυρίσουμε έτσι δεν είναι;” του απάντησε με έντονη τη φόρτιση στα τελευταία της λόγια. Εκείνος δεν μίλησε.

 Όταν όλα ετοιμάστηκαν ξεκίνησαν. Διέσχισαν τους δρόμους του Άργους. Μια παράξενη πομπή. Εντελώς διαφορετική από αυτή της μάχης. Από την πανηγυρική εκείνη πομπή με την οποία οι στρατιώτες ξεκινούσαν για την εκστρατεία στη Θήβα. Μια εκστρατεία που αποδείχτηκε θανάσιμα καταστροφική για όλους. Ο Άδραστος μπροστά με δέκα άντρες από το στρατό και πίσω του γυναίκες και κάποιοι ηλικιωμένοι άντρες. Μανάδες, γυναίκες και πατεράδες. Μια νεκρική πορεία βουτηγμένη στο θρήνο αλλά και στην αγωνία. Έπρεπε να προλάβουν. Οι άνθρωποί τους, νεκροί, παγωμένοι, εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσης και στα άγρια θεριά της. Η Αθήνα του βασιλιά Θησέα. Του μεγάλου αυτού ήρωα. Η ύστατη ελπίδα τους. Να προσπέσουν ικέτες για τη βοήθειά του, να ζητήσουν αυτό που η απανθρωπιά του Κρέοντα τους στερούσε.

4.1.2  Ευάδνη

 Η σκέψη της έτρεχε μαζί με την άμαξα μέσα στην οποία ήταν με άλλες γυναίκες του Άργους. Το βλέμμα της ανέκφραστο περιφέρονταν άναρχα στο βάθος του ορίζοντα. Σαν η πόλη χάθηκε από μπροστά της περιπλανήθηκε στα βουνά και στα δάση ολόγυρα. Είδε τον εαυτό της πριν δεκατρία χρόνια. Νέα και όμορφη. Στα δεκαεπτά της χρόνια. Θυμήθηκε όταν πρωτοείχε συναντήσει τον Καπανέα σε μια πηγή λίγο έξω απ την πόλη. Πόσο όμορφος ήταν, πόσο επιβλητικός. Γεμάτος φως. Το βλέμμα της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του σε σημείο να προκαλέσει τα γέλια και τα πειράγματα από τις άλλες φίλες της που την συνόδευαν τότε. Το πρώτο του βλέμμα! Σαν το φως του Απόλλωνα να την τύφλωνε με μιας και τα βέλη του έρωτα να την βρήκαν κατάστηθα. Χαμογέλασε. Ύστερα η σκέψη της περιπλανήθηκε λίγο καιρό μετά. Είχαν πια γνωριστεί. Είχαν βιώσει την πρώτη τους συνάντηση. Πάλι τυχαία. Εκείνη με τον πατέρα της τον Ίφι, εκείνος μόνος του με άρχοντες από την Ώλενο. Είχε χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της όταν ήρθε για πρώτη φορά κοντά της, μένοντας μαζί της, να μιλήσουν, να γελάσουν. Αχ αυτό του το γέλιο. Σαν την ροδόχρωμη αυγή. Και εκείνη η κορμοστασιά του. Ένας γίγαντας στα μάτια της, όχι από αυτούς που πήραν μέρος στην γιγαντομαχία, εκείνοι λέγανε ήταν αποκρουστικοί. Αλλά ένας γοητευτικός και αυθόρμητος γίγαντας. Το πρώτο του άγγιγμα στο χέρι της ήταν σαν ένα κύμα φωτιάς να πυροδότησε το σώμα της.

 Δεν πέρασε καιρός που ήρθε να την γυρέψει για γυναίκα του από τον Ίφι. Τον είδε να μπαίνει στο σπίτι τους με μια απαστράπτουσα ενδυμασία. Γυναίκα του! Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα. Ο άντρας που αγαπούσε, αυτός που ξύπνησε τέτοια αισθήματα μέσα της, στην πόρτα του σπιτιού της. Ακόμα θυμάται το χαμόγελο του πατέρα της. Κάτι είχαν καταλάβει και εκείνος και η μητέρα της για τα κρυφά της αισθήματα. Και έτσι ο Καπανέας, ο γιος του Ιππόνοου και της Αστυνόμης, ανιψιός του βασιλιά του Άργους, Άδραστου, έγινε άντρας της.

 Ήταν τότε που έφυγαν για την Ώλενο.[1] Εκεί που ο αγαπημένος της έγινε ο κύρης και βασιλιάς της πόλης. Ω! Εκείνες οι όμορφες μέρες της νιότης της. Της πρώτης εκείνης εποχής. Έγινε γυναίκα στην αγκαλιά του με τη θέρμη του έρωτα που έκρυβε μέσα της για εκείνον. Και αυτός την τιμούσε όπως της έπρεπε. Βασίλισσα της καρδιάς του. Το παιδί τους ήρθε γρήγορα, ο μικρός Σθένελος. Ένα στολίδι της ζωής τους που μεγάλωσε όμορφα, ήρεμα, δημιουργικά.

 Όλα κυλούσαν καλά στη ζωή τους για δεκατρία ολάκερα χρόνια. Μέχρι που τα σύννεφα του πολέμου έφτασαν στην πόρτα τους. Ήξερε τον άντρα της. Αψύς, ατρόμητος, πιστός σε φιλίες και με την έννοια της αλληλεγγύης ριζωμένη καλά μέσα του. Μα συνάμα και ασυγκράτητος, παρορμητικός, σε σημείο πολλές φορές να τυφλώνεται και να παρασύρεται από τη έπαρση που τον διέκρινε. Όταν ο θείος του, ο Άδραστος, τον κάλεσε να τού ανακοινώσει την ανάγκη να στηρίξουν τον Πολυνείκη στην εκστρατεία του να γυρίσει ξανά δικαιωμένος στην πατρίδα του, δεν δίστασε πρώτος και καλύτερος να ενθουσιαστεί με την ιδέα και να κάνει την υπόθεση αυτή κύριο μέλημα του.

 Η Ευάδνη θυμήθηκε τη μέρα του αποχωρισμού τους. Ήταν η πρώτη φορά που χώριζαν κάτω από τέτοιες συνθήκες. Εκείνος, αγέρωχος, δεν έβλεπε την ώρα να ορμήσει στον κάμπο της Θήβας και να τα σαρώσει όλα στο διάβα του. Εκείνη όμως… Εκείνη, σαν γυναίκα, στο πίσω μέρος του μυαλού και της καρδιάς της είχε και τη φρίκη του πολέμου. Το θάνατο και την καταστροφή. Κάπως προσπάθησε να τον μεταπείσει να μην πάρει μέρος αλλά η στάση του ήταν απόλυτη. Λες και η Θήβα έστεκε εκεί να τον προκαλεί σε αναμέτρηση. Λες και οι Μοίρες είχαν κάνει τις επιλογές τους και τον καλούσαν να βαδίσει εκεί. Ένιωσε τα δυνατά του χέρια να την σφίγγουν στην αγκαλιά του σαν τους αποχαιρετούσε. Και τον έφηβο Σθένελο μετά, με την ίδια θέρμη. Δεν έδειχνε ανήσυχος. Το έβλεπε σαν πρόκληση.

 Το τελευταίο τους φιλί! Εκεί στο αίθριο του σπιτιού της. Εκείνη την αυγή, που έμελε να είναι η τελευταία που τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα στην ανάμνηση της στιγμής. Τον έβλεπε ξανά μπροστά της, να εδώ απέναντί της, πάνω στο κατάλευκο άτι του. Να καλπάζει στο δρόμο με τα όπλα του να φεγγοβολούν στις ακτίνες του ήλιου. Τον παρακολουθούσε λες ακόμα μια φορά να χάνεται πέρα μακριά αφήνοντας πίσω του τον κουρνιαχτό από τον καλπασμό του αλόγου του. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Η μοίρα της έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι. Και σε εκείνη και σε χιλιάδες άλλες γυναίκες και μάνες σαν κι αυτήν. Είχε το γιό της, το παλικάρι της. Τον Σθένελο. Μα ο Καπανέας ήταν για αυτήν η ζωή της, το παρόν και το μέλλον της.

 Τώρα, ντυμένη στα μαύρα, φορτωμένη σε μια άμαξα, έτρεχε με τις άλλες χαροκαμένες να γυρέψουν την φιλευσπλαχνία του βασιλιά Θησέα για να μπορέσουν να θάψουν τους δικούς τους.

Να θάψουν! Ανατρίχιασε σε αυτήν τη σκέψη. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Αχ Άρη πολεμόχαρε, πόσες συμφορές στις ζωές των ανθρώπων φέρνεις με τους πολέμους σου. Και πόσο μάταια δείχνουν, πολλές φορές, τα σχέδια των ανθρώπων στη φωτιά της έριδας σαν πέφτουν.

 “Έρχομαι αγαπημένε μου!” ψιθύρισε μέσα της. “Ήρα, του γάμου προστάτιδα, βοήθα μας να πάρουμε στην αγκαλιά μας τους δικούς μας. Έστω και για μια ύστατη φορά”

“Τι έχεις κόρη μου; Προς τα πού φεύγει ο λογισμός σου;” την έκοψε από τις σκέψεις της ο Ίφις. Ταξίδευαν μαζί, στην ίδια άμαξα. Είχε γυρίσει προς το μέρος της. Η αντίδρασή της στην είδηση του θανάτου του άντρα της ήταν τέτοια που τον έκανε να τρομάζει και να ανησυχεί. Δεν ξέσπασε, δεν ούρλιαξε, δεν λούστηκε στα δάκρυά της. Εδώ και μέρες έμενε βουβή, σιωπηρή και λιγόλογη. Σαν κάτι μέσα της να βάραινε χωρίς έλεος.

“Σκέφτομαι πατέρα μου…” του απάντησε ήρεμα προσπαθώντας να σκουπίσει το πρόσωπό της. Περήφανη γυναίκα δεν ήθελε να δείχνει ευάλωτη. Προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα:

“Που είμαστε άραγε;”

“Έχουμε μπει στην Αττική, σε λίγο φτάνουμε στην Ελευσίνα”

“Άραγε θα πείσουμε το βασιλιά Θησέα να μας βοηθήσει;”

“Είναι ένας εμβληματικός ήρωας κόρη μου…”

“Ναι, έχω ακούσει γι αυτόν ότι ξεκίνησε από την Τροιζήνα”

“Η επιστροφή του στην Αθήνα είναι ένας ολάκερος θρύλος. Ο Άδραστος πιστεύει ότι θα μας βοηθήσει, θα πείσει τους Θηβαίους να μας δώσουν τους δικούς μας”

“Και αν δεν το κάνουν πατέρα;”

Το πρόσωπο του Ίφι σκοτείνιασε.

“Γιατί κόρη μου; Ποιο λόγο να έχουν; Δεν τους αρκεί η νίκη τους;”

“Πατέρα αν ήθελαν να το κάνουν θα το έκαναν ήδη”

“Τότε… δεν ξέρω… ο Θησέας με τους Αθηναίους έχουν τον τρόπο να τους πείσουν φαντάζομαι”
“Πάλι με πόλεμο; Πάλι με θάνατο πατέρα;”

“Κόρη μου, ας μην βιαζόμαστε. Πλέον τώρα πια, δεν είμαστε εμείς αυτοί που μπορούμε να διαμορφώνουμε τα γεγονότα αλλά απλά να τα ακολουθούμε”



[1]     Η Ώλενος ήταν πόλη στην Αχαία, χτισμένη ανάμεσα στην Πάτρα και την Δύμη, δίπλα στον ποταμό Πείρο. 80 στάδια από την Πάτρα και 40 από την Δύμη. Το όνομά της το πήρε από τον Ώλενο, γιο του Ποσειδώνα.


4.1.3  Στην Αθήνα

 Μόλις έφτασαν στην Ελευσίνα στα Ιερά της πόλης, αποφάσισαν να κάνουν ένα σταθμό να τιμήσουν τη μεγάλη Θεά Δήμητρα και την Κόρη. Να παρακαλέσουν για την ικεσία τους. Να εισακουστεί το αίτημά τους από τους Θεούς. Να εξευμενιστούν και να μπορέσουν να τιμήσουν τους ανθρώπους τους όπως αρμόζει. Δύο αγγελιοφόροι έφυγαν καλπάζοντας για την Αθήνα, προπομποί στο βασιλιά Θησέα να του αναγγείλουν την πρόθεσή τους. Σε λίγο θα ήταν εκεί. Δεν είχαν παρά να τους περιμένουν με αγωνία. Κατέβηκαν από τα αμάξια και τα άφησαν έξω από τον ιερό χώρο. Γρήγορα η παρουσία τους έγινε αντιληπτή από τους ανθρώπους του ναού της Δήμητρας. Είδαν τις γυναίκες με τα μικρά κλαδιά ελιάς στις φορεσιές τους και τις λευκές κορδέλες. Το σημάδι που χαρακτήριζε κάθε ικέτη που γύρευε καταφύγιο στον ανθρωπισμό του άλλου. Από τον ναό κατέβηκαν  ιέρειες αλλά και άνθρωποι κάτοικοι ολόγυρα που ζύγωσαν να μάθουν τι γίνεται.

 “Ποιες είστε κυράδες μου που με θλιμμένα τα πρόσωπα καταφεύγετε ικέτιδες στο ναό της Θεάς;” ρώτησε μια επιβλητική γυναίκα με αρχοντική μορφή.

“Από το Άργος ερχόμαστε ικέτιδες στη πόλη της Αθήνας…”

Η Γυναίκα ταράχτηκε από τη θλίψη των ανθρώπων αυτών και πλησίασε πιο κοντά τους.

“Τι γυρεύετε; Ποια κακιά μοίρα βάρυνε στις πλάτες σας;” ρώτησε.

Ο βασιλιάς Άδραστος έφτασε εκεί. Ταπεινός και απλός, χωρίς τίποτα να διαφέρει από όλους ολόγυρα. Υποκλίθηκε στην παρουσία της Αθηναίας και απάντησε.

“Καλώς σε βρίσκουμε Αθηναία κυρά. Είμαι ο Άδραστος, ο βασιλιάς του Άργους…”
Η γυναίκα απόρησε.

“Συ ο βασιλιάς; Τίποτα στη μορφή σου δεν το δηλώνει, πως αυτό;”

“Στην καταστροφή και στο θάνατο σαν είσαι βουτηγμένος κυρά μου δεν έχεις και ούτε μπορείς να έχεις κάτι να διαφέρεις από τους άλλους συνανθρώπους σου. Στον πόνο η ζωή μας κάνει ίδιους όλους. Όπως αρμόζει να είμαστε. Χωρίς τα σημάδια εκείνα που διαλέξαμε για να μας χωρίζουν”

“Τι ζητάτε ακριβώς στην Αθήνα;”

“Στο βασιλιά Θησέα ικέτες για βοήθειά του προσπέφτουμε, εσύ ποια είσαι αρχόντισσα;”

“Αίθρα το όνομά μου, είμαι η μάνα του Θησέα”

Ο Άδραστος αλλά και οι άλλοι ολόγυρα έδειξαν να εντυπωσιάζονται. Υποκλίθηκαν σιωπηρά στην Αθηναία αρχόντισσα.

“Τι ζητάτε από το γιό μου Αργείοι;”

“Την ευσπλαχνία και τη στήριξή του, τίποτα παραπάνω από αυτό… στείλαμε αγγελιοφόρους και τον καρτεράμε να του μηνύσουμε την ικεσία μας”

 Η Αίθρα έδειξε να συμμερίζεται την αγωνία και τον έκδηλο πόνο αυτών των ανθρώπων. Πήγε κοντά τους, έγινε ένα μαζί τους. Διάβασε στα μάτια τους το θρήνο της καρδιάς τους. Μάνα και εκείνη μπορούσε να καταλάβει. Έδωσε εντολή στις ιέρειες του ναού να προστρέξουν φέρνοντας νερό και ότι άλλο μπορούσε να τονώσει αυτούς τους ανθρώπους.

Άκουσε την εξιστόρηση των γεγονότων από το βασιλιά Άδραστο. Έμαθε ακριβώς το λόγο που πάτησαν στα χώματα της Αθήνας.

 “Αλήθεια μπορεί ο άνθρωπος σε τέτοια αγριότητα να φτάνει;” μονολόγησε ρωτώντας κάποια στιγμή.

“Ο πόλεμος Αίθρα κάνει τον άνθρωπο αλαζόνα. Τα φτερά της νίκης στης μάχης το πεδίο γεμίζουν εκδίκηση και μίσος τις καρδιές των θριαμβευτών…”

“Πως γίνεται τέτοια απόφαση να παρθεί; Μεγάλη ασέβεια σε Θεούς και αξίες” είπε εκείνη ξανά.

Άνοιξαν τις καρδιές τους. Και εκείνη έγινε κάτι σαν Μάνα όλων τους. Δεκτική, σεβάσμια, ανθρώπινη και ζεστή. Συγκινήθηκε από τα πάθη των δικών τους, ένιωσε την αγωνία και τον πόνο τους. Άνοιξε την καρδιά της και έβαλε όλες αυτές τις χαροκαμένες μάνες και γυναίκες στην αγκαλιά της.   Πίστεψε στην ειλικρίνειά τους και ένιωσε έτοιμη συνειδητά να το υποστηρίξει μπροστά στο παιδί της και βασιλιά Θησέα. 

4.1.4  Ο Θησέας και η απόφαση

 

Δεν ήταν πολύ η ώρα που περίμεναν. Ο Θησέας επικεφαλής μιας ομάδας καβαλάρηδων στρατιωτών έφτασε στην Ελευσίνα και σύντομα ήταν κοντά τους στον περίβολο του ιερού ναού όπου και περίμεναν. Η μητέρα του η Αίθρα κίνησε και έφτασε πρώτη κοντά του. Εκείνος ξαφνιάστηκε σαν την είδε να ξεχωρίζει μέσα από εκείνους τους ικέτες που προσέτρεξαν στην πόλη του.

“Μάνα εσύ εδώ; Τι κάνεις;” ρώτησε με αγωνία ο Θησέας.

“Προσκύνημα έκανα στο βωμό της Θεάς γιε μου και έπεσα πάνω σε τούτους τους ικέτες από το Άργος. Θαρρώ ότι και εσύ είσαι εδώ για τον ίδιο λόγο απ’ ότι μού είπαν. Κόπιασε παιδί μου να ακούσεις των ανθρώπων τον πόνο και την ικεσία τους.

“Ποιος από σας είναι ο βασιλιάς Άδραστος;” φώναξε.

Εκείνος γύρισε και πλησίασε αμέσως στον Θησέα που έμενε ακόμα πάνω στο άλογό του. Ο Άδραστος έκανε μια σεβάσμια υπόκλιση.

“Εγώ είμαι βασιλιά της Αθήνας, ένδοξε και ξακουστέ”

“Ικέτες έρχεστε στην πόλη μας άκουσα από τους αγγελιοφόρους σου”

“Σωστά άκουσες άρχοντά μου”

“Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;” τον ρώτησε.

“Βασιλιά Θησέα, νομίζω ξέρεις για την εκστρατεία μας στη Θήβα”

“Ναι, το γνώριζα από την πρώτη στιγμή. Με είχαν ζώσει, δεν στο κρύβω, οι ανησυχίες από τότε που ο ένδοξος Οιδίποδας, ήρθε στη γη μας τυφλός, στου Κολωνού το ιερό το άλσος. Ύστερα ακολουθησαν τα γεγονότα με τον Κρέοντα και την απαγωγή των θυγατέρων του. Ήμουνα σίγουρος ότι ήταν θέμα χρόνου ο πόλεμος”

“Άρα γνωρίζεις και τις αιτίες που μας έκαναν να εκστρατεύσουμε στη Θήβα”

“Από πρώτο χέρι το έμαθα κι αυτό”

“Ο ίδιος ο Κρέων είναι βασιλιά μου αυτός που μας απαγόρευσε, με ποινή θανάτου, να θάψουμε και να τιμήσουμε τους νεκρούς μας μετά το τέλος του πολέμου”

 

Ο Θησέας ξεπέζεψε από το άλογό του. Ήρθε και στάθηκε αντίκρυ στον Άδραστο.

“Αυτό που ξεστομίζεις τώρα, μεγάλη ύβρις στους Θεούς είναι, μού λες αλήθεια;”

“Είναι κάτι που μπορείς και μόνος σου να το μάθεις, όρισε για τιμωρία μας να χαθούν οι δικοί μας στων όρνεων και των θηρίων τη μανία”

“Ω Θεοί! Πόσο ο πόλεμος αγριεύει τους ανθρώπους. Και πόσο ασεβείς τους κάνει. Τι ζητάτε από εμένα  Άδραστε;”

Ο τελευταίος πλησίασε γονυπετής.

“Θησέα βασιλιά μου. Την Αθήνα παρακαλούμε να μας βοηθήσει να πάρουμε τα σώματα των νεκρών μας, να τα θάψουμε και να φύγουμε αμέσως για τον τόπο μας. Έτσι κι αλλιώς δεν μένει πια τίποτα σε μας να διεκδικήσουμε ηττημένοι και χαμένοι, όσοι ζήσαμε”

Στο άκουσμα των λόγων του, ένα σμάρι από τις γυναίκες της Θήβας προσέτρεξαν κοντά του και τα παρακάλια τους ενώθηκαν με αυτά του βασιλιά τους.

“Γιε του Αιγέα, της αρχόντισσας τούτης της Αίθρας γέννημα, δέξου την ικεσία μας. Δεν έχουμε άλλη ελπίδα παρά εσένα και την πόλη σου. Μόνο αυτό ζητάμε. Την μεσολάβησή σου να πάρουμε τα σώματα των δικών μας που μένουν βορά στα όρνια…”

“Δύσκολο τούτο που ζητάτε! Καθώς οι Θηβαίοι έτσι αποφάσισαν, πίσω δεν θα κάνουν”

“Εσένα και την Αθήνα μπορεί να την ακούσουν, εμείς στην κατάστασή μας πειθώ άλλη δεν έχουμε μα μήτε και ισχύ”

“Κι αν αρνηθούν; Σκέφτεστε τι μού ζητάτε να κάνω;”

 

Εκείνη τη στιγμή η Αίθρα πήρε το λόγο.

“Γιε μου Θησέα, ποτέ στη σκέψη σου λόγια έριδας και πολέμου δεν θα έβαζα. Μια μάνα αυτό δύσκολα το κάνει. Όμως σκέψου τη μοίρα και τον πόνο τούτων των γυναικών. Δεν μπορούν να τιμήσουν το θάνατο των δικών τους. Ποιοι είναι αυτοί που θα ξεγράψουν τους νόμους των Θεών και μια τέτοια ανόσια απόφαση θα πάρουν. Εσύ, γιε μου, πέρασες μέσα από τους άθλους σου στη θέωση και στον εξαγνισμό. Πώς θα αφήσουμε τέτοια ύβρη να γίνει δίπλα στης πόλης μας τη γη;”

“Ποια είναι η πρότασή σου μάνα;” ρώτησε ο Θησέας.

“Παιδί μου, πηγαίνετε στη Θήβα και προσπαθήστε να πείσετε τους άρχοντες εκεί να σας δώσουν τους νεκρούς. Πράξη σεβάσμια θα κάνεις στους Θεούς αλλά και σε ετούτους εδώ τους δύσμοιρους. Και μια φορά ακόμα το όνομά σου θα δεθεί με λαμπερές των ανθρώπων στιγμές”

 

Ο Θησέας έριξε το βλέμμα του στις μαυροντυμένες γυναίκες απ το Άργος και στο βασιλιά του, που μόνο τέτοιον δεν θύμιζε η όψη του. Κοίταξε τη μητέρα του βαθιά στα μάτια. Είδε τη σιγουριά και την έκφραση του προσώπου της. Με μια απόλυτη φωνή γύρισε στον αξιωματικό δίπλα του.

“Φεύγουμε το συντομότερο για τη Θήβα! Σήμανε συναγερμό στο στρατό”, γύρισε προς την Αίθρα.

“Θα γίνει μητέρα! Όπως το είπες! Και εσύ και αυτών των δυστυχισμένων ικετών η παράκληση. Θα στείλω από τώρα αγγελιοφόρους στον Κρέοντα να του μηνύσω το αίτημά μας. Πιστεύω ότι θα επικρατήσουν οι αξίες της ζωής και όχι οι κλαγγές των όπλων”

“Παιδί μου σε ευχαριστώ! Για μια ακόμα φορά είμαι περήφανη για σένα. Και εγώ και ο λαός μας”

Ο Άδραστος σηκώθηκε, πήγε κοντά του.

“Οι Θεοί να φέρνουν ευλογία στη στράτα σου βασιλιά Θησέα. Το Άργος θα σε ευγνωμονεί για αυτό. Να έρθουμε μαζί σου;”

“Όχι! Πρέπει να βιαστούμε, δεν έχουμε χρόνο. Δεν είναι φρόνιμος ο ερχομός σας μαζί μας. Θα περιμένετε εδώ. Θα σας φιλοξενήσουμε μέχρι να γυρίσουμε”

Έριξε μια ματιά στη μητέρα του, γύρισε απότομα προς την ομάδα των καβαλάρηδων που τον συνόδευε και άρχισαν να καλπάζουν προς την πόλη. Ο Άδραστος και όλοι οι Αργείοι έμειναν να τον κοιτούν πάνω στο κατάλευκο άτι του να χάνεται πέρα στο βάθος σε ένα σύννεφο σκόνης.

 

Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη κρούσης ετοιμάστηκε στην Αθήνα. Καβαλάρηδες και αρματολάτες με επικεφαλής τον ίδιο το Θησέα ξεκινούσαν με πορεία όσο το δυνατόν γρηγορότερη για τη Θήβα. Λίγο πριν κάποιοι δύο αγγελιοφόροι με τα μηνύματα των Αθηναίων προς τον Κρέοντα, το βασιλιά της Θήβας έφευγαν καλπάζοντας ως προπομποί.

 

Το δείλι ζύγωνε στην Αθήνα. Ο ουρανός πέρα στη Δύση στα βουνά της Κορινθίας άρχισε να γέρνει στην αγκαλιά της γης. Χρυσοκόκκινα χρώματα ομόρφυναν τον ουρανό. Ένα ελαφρύ ψυχρό αεράκι έπεφτε στην Ελευσίνα, στον ναό της Δήμητρας και της Κόρης. Η Αίθρα είχε ορίσει στις ιέρειες να φέρουν μανδύες και άλλα ρούχα μαζί με τροφή και νερό για να φιλοξενήσουν κάπου πρόχειρα τις Ικέτιδες. Ο Ίφις, για μια ακόμα φορά, παρακολούθησε την κόρη του την Ευάδνη να στέκεται και να  αγναντεύει πάνω στις βουνοκορφές της Πάρνηθας.

(Συνεχίζεται...)

Ετυμολογία

Σθένελος: Από το ρήμα "Σθένω"=είμαι δυνατός, έχω ισχύ. Αυτός που έχει δύναμη και ισχύ


 


14 σχόλια:

  1. Ένα ακόμη επεισόδιο, με ένταση, το πείσμα του Κρέοντα αμετακίνητο, εγωισμός του άραγε θα μαζευτεί από των ήρωα Θησέα;
    Περιμένω με αγωνία τη συνέχεια!
    Δεν είναι μόνο η ιστορία αλλά ο παραστατικός και με πολλά συναισθήματα τρόπος που γράφεις, κι αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα της γραφής σου.
    Καλή συνέχεια, φίλε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ πολύ, Βασίλη μου για την πολύτιμη κρίση σου. Ευχαριστώ για την παρουσία σου. Χαίρομαι αν μπορώ να περνάω τέτοια συναισθήματα αγαπητέ φίλε. Μπαίνουμε πλέον στην τελική ευθεία του μυθιστορήματος και έχουμε κορυφώσεις. Την καλησπέρα μου.

      Διαγραφή
  2. Συγκλονιστική η μορφή του Μάντη, που τόσο στυγνά, μιλά για τα μαντάτα. Τι να σου πουν όμως οι χρησμοί, όταν ο παραλογισμός του Κρέοντα είναι σε άλλο level.
    Ο Μάντης μάταια, προσπάθησε να τον συνετίσει.
    Ύστερα βλέπουμε την Ευάνθη, μαθαίνουμε για τη ζωή της στον δρόμο για την Αθήνα.
    Εκεί συνάντησαν την Αίθρα και της εξήγησαν τον λόγο της ικεσίας του. Πολύ φυσική η μορφή της. Αρχικά διστακτική και ύστερα γεμάτη συμπόνια. Γι' αυτό έπεισε και τον γιο της, να τους βοηθήσει με τους νεκρούς τους.
    Αγωνιούμε για την συνέχεια, γιατί όσο οδεύουμε προς το τέλος, οι εξελίξεις τρέχουν και μας παρασύρουν.
    Μπράβο για τον χρόνο σου και τον κόπο σου Γιάννη. Μέχρι στιγμής εξαιρετικό αποτέλεσμα.
    Καλή συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κορυφώνονται τα γεγονότα, Μαρίνα μου και σιγά, σιγά φτάνουμε στο τέλος. Ο Τειρεσίας, πρόσωπο, που λειτουργεί και σαν σύμβολο ενός ανθρώπου, μιας συνείδησης, που λειτουργεί ως σήμα συναγερμού. Κάτι να ταρακουνά, να προειδοποιεί, να συνεφέρνει. Η Ευάδνη είναι μια ξεχωριστή παρουσία, όπως φυσικά και η Αίθρα. Σύζυγος η μία και μητέρα φυσικά, η άλλη ώριμη μητέρα. Και οι δύο σημεία αναφοράς σε μια τραγική πραγματικότητα.
      Ευχαριστώ πολύ καλή μου για τη συμμετοχή σου και την παρουσία σου, πάντα ουσιαστική και όμορφη.

      Διαγραφή
  3. Ο Κρέοντας επιμένει στην απόφασή του παρά την προειδοποίηση του Τειρεσία. Οι αποφάσεις του κρίνονται απ’ τους θεούς χωρίς κάθαρση και διέξοδο. Η συντριβή κάτω από το βάρος της (απόφασής) είναι αναπόφευκτη. Η ανυπακοή της Αντιγόνης είναι ενάντια στον Κρέοντα; Ή στην θεσμική εξουσία του άρχοντα; Και μήπως το ίδιο δεν γίνεται και σήμερα;
    Από πλευράς μυθιστορηματικού λόγου βρίσκω ένα ακόμα κεφάλαιο άψογο σε περιγραφές και διαλόγους. Μπράβο Γιάννη μου! Καλή συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ο Κρέων, Αννίκα μου, πιστεύω ότι είναι και αυτός ένα τραγικό πρόσωπο. Δοκιμάζεται συνέχεια στην πολύπαθη Θήβα, ως θεματοφύλακας της τάξης, του "ορθού" και άκαμπτου πολιτικού λόγου, της εξουσίας με λίγα λόγια. Και αυτή τη θέση, την υπερασπίζεται και ο ίδιος με τραγικά για τον εαυτό του και την οικογένειά του, αποτελέσματα.
      Σε ευχαριστώ για την κρίση σου, Αννίκα μου. Τη συμμετοχή και τα σχόλιά σου. Πολύ σημαντικά για μένα, να το ξέρεις.
      Καλό ξημέρωμα.

      Διαγραφή
  4. Ωραίο κεφάλαιο κι αυτό. Ο Κρέοντας, αλαζόνας και δικτάτορας συνεχίζει να σκορπά ολέθριες διαταγές στην πόλη του με συνέπειες που θα δούμε σίγουρα παρακάτω. Σκέφτομαι ότι ο Ετεοκλής πήρε την απόφαση να πετάξει τον αδελφό του από το θρόνο, να αθετήσει το λόγο του για την διαδοχή και δεν είχε κάποιον να τον συμβουλεύει αλλιώς.Είχε μόνο τον Κρέοντα. Πώς μπορούσε να αλλάξει γνώμη;
    Ο Θησέας πραγματικά έφτασε στη θέωση και η σκηνή με τη μητέρα του διδακτική. Άξιος γιος της μάνας του. Άξια μάνα του γιου της!!
    Η γραφή σου Γιάννη όλο ζωντάνια μας μεταφέρει κάθε φορά στη σκηνή και μας κάνεις να συμμετέχουμε, να ζούμε κι εμείς με τους ήρωες. Σημαντικότατο κατόρθωμα.
    Καλή σου μέρα όλη μέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι πάρα πολύ, Άννα μου, που είστε κοντά και "μέσα" στην ίδια την πλοκή και την εξέλιξή της. Χαίρομαι γιατί σάς νιώθω κοντά μου, στις σκέψεις και στα συναισθήματα, που παράγονται απ' αυτή τη γραφή. Η Αίθρα είναι μια επιβλητική γυναίκα και μια μάνα, που μετέφερε αξίες μεγάλες και υψηλές στο Θησέα. Και η μεσολάβησή της εδώ, σημαντική και πολύτιμη.
      Προχωράμε στο τέλος, καλή μου φίλη. Σε ευχαριστώ για κάθε σου συμμετοχή και κάθε σου σχόλιο. Όμορφο Σαββατοκύριακο.

      Διαγραφή
  5. Το κλείνεις πάντα σε καίριο σημείο, με την απαιτούμενη αγωνία για τη συνέχεια. Θεωρώ κορυφαία σκηνή το διάλογο Θησέα με τη μητέρα του και με φόντο τις μαυροντυμένες γυναίκες απ' το Άργος.
    Επίσης να πω πως η μουσική του Ludovico Einaudi είναι απ' τις αγαπημένες μου.
    Πολύ καλή συνέχεια, Γιάννη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έβαλε η Γλαύκη το χεράκι της, Μαρία μου για να δώσει μια ακόμα εξαίρετη μουσική επένδυση. Ναι, ο διάλογος Θησέα-Αίθρας με τις Ικέτιδες είναι πολύ δυνατός και φορτωμένος συναισθηματικά στοιχεία δυνατά. Κλείσαμε σε σημείο αγωνίας, Μαρία μου καθώς κορυφώνονται οι εξελίξεις. Και εγώ, μία ακόμα φορά, σε ευχαριστώ για τη συμμετοχή και την παρουσία σου.
      Την καλησπέρα μου.

      Διαγραφή
  6. Με συνοδεία το ,μουσικό κομμάτι της Γλαύκης, διάβασα τα συμβάντα του καιρού εκείνου Γιάννη, και σε κάθε σειρά έμπαινα και πιο πολύ στην ιστορία μέσα ζώντας μαζί με τους πρωταγωνιστές της τα τεκτενόμενα της εποχής.
    Και αυτή η συνέχεια ήταν εξαιρετική με τους διαλόγους να είναι εκείνοι που σε πήγαιναν στους τόπους που εξελίσσονταν τα γεγονότα.
    Θα περιμένουμε με αγωνία την συνέχεια να δούμε τι θα γίνει, αφού μας κόβεις στο καλύτερο...
    Καλό σου ξημέρωμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι, που κρατώ το ενδιαφέρον σου, Ρούλα μου. Ειλικρινά το χαίρομαι πολύ. Ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο σου, που αφιερώνεις με την παρουσία και το σχόλιό σου. Για μένα είναι πολύ σημαντικό όλο αυτό.
      Καλές Απόκριες καλή μου φίλη.

      Διαγραφή
  7. Αν και με χρονοκαθυστέρηση, ήρθα να πω δυο λόγια...
    Για ακόμη μία φορά ξεδιπλώνεις με μαεστρία την ανθρώπινη ψυχή μέσα από το φως και τα σκοτάδια της. Πολύ καλή η επιλογή σου να σταθείς στο πρόσωπο της Ευάδνης ως ένα μικρό παράδειγμα του πόνου και της θλίψης όλων όσων έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους στην ολέθρια αντάρα του πολέμου.
    Η συνέχεια είναι ήδη πλέον εκεί και περιμένει τον αργοπορημένο αναγνώστη... Πάω σιγά σιγά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ Γλαύκη μου. Η Ευάδνη είναι δείγμα μιας γυναίκας που βάλλεται από τη φρίκη του πολέμου. Στα μάτια της είναι κάθε γυναίκα και κάθε μάνα. Ο συμβολισμός είναι μεγάλος, πιστεύω.
      Ευχαριστώ πολύ καλή μου φίλη για τη παρουσία και την κατάθεση της σκέψης σου, πάντα ουσιαστικής.

      Διαγραφή